Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Αν εδώ στην Ελλάδα δεν είχαμε την ειδική περίπτωση που ακούει στο όνομα Γ. Παπανδρέου, ο οποίος συνεχίζει κανονικά τις δραστηριότητές του – χθες μίλησε με τον Μπαράκ Ομπάμα και ανέλυσε μαζί του τα των διεθνών οικονομικών εξελίξεων και τα της Αραβικής Άνοιξης, βεβαίως – θα μπορούσαμε να πούμε ότι ισχύει το «una faccia, una razza».
Και ισχύει, διότι η περίπτωση Παπανδρέου αποτελεί προφανώς την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα – αν και έχει ξεπεράσει και αυτόν τον κατασυκοφαντημένο Μπερλουσκόνι, ο οποίος άφησε την κατάσταση να εξελιχθεί ομαλά, παραιτήθηκε κανονικά και δήλωσε πως θα στηρίξει την κυβέρνηση Μόντι (χωρίς να μπλέκεται στα πόδια της, ασκώντας διεθνή πολιτική).
Κατά τα λοιπά… una faccia, una razza.
Χώρες της υπερβολής, με πολιτικούς που δεν διδάσκονται από τα λάθη τους, τα οποία πάντα πληρώνει ο λαός.
Για την Ελλάδα δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε – ο κατάλογος θα ήταν μακρύς, ένα έπος στενομυαλιάς, ανικανότητας και αγώνα για πολιτική επιβίωση.
Για την Ιταλία, μπορούμε να πούμε πως ο σχηματισμός της νέας τεχνοκρατικής κυβέρνησης, αποτελεί την πιο περίτρανη απόδειξη ότι ούτε εκεί διδάσκονται από τα λάθη τους.
Ως γνωστόν, η Ιταλία έχει ταλαιπωρηθεί τρομερά από τις κυβερνήσεις τεχνοκρατών του παρελθόντος, οι οποίες ούτε κατάφεραν τίποτε, ούτε μπόρεσαν να σταθούν επί μακρόν, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν μόνες τους.
Μία από αυτές, η πρώτη κυβέρνηση Πρόντι, δεν κατάλαβε ούτε η ίδια πώς έπεσε!
Πάντως… una faccia, una razza! Χώρες της υπερβολής!
Η μεν Ελλάδα δημιούργησε μια κυβέρνηση κατ’ επίφασιν συνασπισμού, τεραστίων διαστάσεων, ίδια κι’ απαράλλαχτη με την προηγούμενη, με μερικές προσθήκες από τα άλλα δύο κόμματα.
Η δε Ιταλία απέκτησε μια ολιγομελή κυβέρνηση 16 ατόμων, με συγχωνεύσεις υπουργείων, με τον πρωθυπουργό Μάριο Μόντι να κρατά για τον εαυτό του και το υπουργείο των Οικονομικών και χωρίς ούτε ένα πολιτικό πρόσωπο – ούτε για δείγμα.
Μπορούμε, λοιπόν, να ανακράξουμε πως στην Ελλάδα όλοι οι πολιτικοί είναι ικανοί και στην Ιταλία όλοι είναι ανίκανοι;
Προφανώς όχι. Είπαμε. Una faccia, una razza.
Μόνο που οι ομοιότητες σταματούν εδώ.
Οπότε, ας πούμε – για να συμφωνήσουμε – πως ισχύει το «una faccia, una razza» με την προσθήκη «ma non troppo» - αλλά όχι πολύ, όχι υπερβολικά!
Ο Μάριο Μόντι, σε αντίθεση με τον Λουκά Παπαδήμο, δημιούργησε μια κυβέρνηση από την αρχή και δεν έβαλε την υπογραφή του κάτω από την προηγούμενη κυβέρνηση – η οποία, επιτέλους, παραιτήθηκε ως αποτυχημένη.
Μάλιστα, ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας δήλωσε ξεκάθαρα πως η απουσία πολιτικών από την κυβέρνηση θα διευκολύνει τα πράγματα και θα αποτρέψει τις… εκπλήξεις!
Πρόσθεσε επίσης ότι η αποτελεσματικότητα μιας κυβέρνησης εξαρτάται από την ταχεία δράση της και από την ικανότητά της να εξηγεί στη Βουλή και στον λαό τι θα κάνει και τι κάνει ανά πάσα στιγμή.
Στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο δεν πρέπει να το περιμένουμε. Το τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση το γνωρίζουμε ήδη – μάλλον τίποτα.
Και το αν είναι σε θέση τα μέλη της να εξηγήσουν τι πρέπει να γίνει και τι θα γίνει το είδαμε κι’ αυτό κατά την συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης: Δεν καταλάβαμε τίποτε!
Υπάρχει και μια ακόμη διαφορά: Στην Ιταλία, τρία πολύ σημαντικά υπουργεία (Εσωτερικών, Εργασίας και Δικαιοσύνης) πήγαν σε γυναίκες.
Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά έγραψε ο ιταλικός Τύπος, «με τα συγκεκριμένα υπουργεία μην ξανασχοληθείτε! Ανέλαβαν γυναίκες!».
Στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να πούμε τι συνέβη. Ό,τι συνήθως. Και όσον αφορά στα συγκεκριμένα υπουργεία, τα μεν δύο παρέμειναν ως είχαν, το δε Εσωτερικών πήγε στον κ. Γιαννίτση, που αν και ανέλαβε το κα’ εξοχήν υπουργείο της σύνθεσης, το υπουργείο – μαέστρο, από το βήμα της Βουλής μίλησε κιόλας για υπονόμευση της κυβέρνησης.
Η Ιταλία απέκτησε άλλη μια τεχνοκρατική και ολιγομελή κυβέρνηση – αν και η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι είχε επίσης μόνο 23 υπουργούς.
Η Ελλάδα είχε αποκτήσει τεχνοκρατική κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009.
Ως τεχνοκράτες είχε διαφημίσει τότε τους υπουργούς του ο κ. Παπανδρέου. Τεχνοκρατικό είχε αποκληθεί το τότε οικονομικό επιτελείο (Παπακωνσταντίνου, Κατσέλη, Σαχινίδης).
Τα αποτελέσματα τα είδαμε. Όπως είδαμε και τα αποτελέσματα των επαγγελματιών πολιτικών.
Όσο για την Ιταλία, δεν γνωρίζω αν θα επαναληφθεί ο μύλος που επικράτησε στις προηγούμενες «τεχνοκρατικές» κυβερνήσεις.
Πάντως, αυτή είναι η πέμπτη τεχνοκρατική κυβέρνηση της χώρας. Και αν σταθεί, αυτό θα οφείλεται μόνο στους πολύ σοβαρούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ιταλία.
Ήδη, οι υπουργοί της βρίσκονται στο μικροσκόπιο των κομμάτων, με τη Λέγκα του Βορρά να κηρύσσει τον πόλεμο.
Άλλωστε, ο Πρόεδρος Ναπολιτάνο είχε προσπαθήσει και το 2007, στη διάρκεια μιας κυβερνητικής κρίσης, να προσφέρει τον πρωθυπουργικό θώκο στον Μάριο Μόντι, ο οποίος τότε είχε αρνηθεί.
Ακόμη και στον άλλο Μάριο, τον Μάριο Ντράγκι, επικεφαλής σήμερα της ΕΚΤ, είχε προσφέρει την κυβέρνηση ο Ναπολιτάνο.
Τότε, δεν δέχθηκε κανένας από τους δύο. Από χθες, το όνειρο του Ναπολιτάνο έγινε πραγματικότητα και… αναμένονται αποτελέσματα.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση που πήρε χθες ψήφο εμπιστοσύνης, έχει έναν μόνο τεχνοκράτη – τον κ. Παπαδήμο. Και κανέναν άλλο.
Όσο για εκείνους που ζητούν να σταματήσει η υπονόμευση της κυβέρνησης Παπαδήμου, μάλλον δεν έχουν αντιληφθεί τι ακριβώς έχει συμβεί.
Η υπονόμευση της κυβέρνησης εξασφαλίσθηκε από την ίδια τη σύνθεσή της: Ογκώδης, πολυμελής, μια πραγματική Βαβέλ και – κυρίως – με τα ίδια παλιά πρόσωπα, αν εξαιρέσουμε τον τεχνοκράτη πρωθυπουργό.
Ο οποίος μάλιστα, όχι μόνο δεν κράτησε για τον εαυτό του το υπουργείο των Οικονομικών, αλλά ούτε καν άλλαξε τον υπουργό των Οικονομικών.
Σε αντίθεση με τον Πορτογάλο πρωθυπουργό, που, πολιτικός ο ίδιος, ανέθεσε το υπουργείο των Οικονομικών σε έναν τεχνοκράτη, τον Βίκτορ Γκασπάρ.
Ας ελπίσουμε ότι δεν θα επιβεβαιωθεί η γνωστή ρήση του Πομπιντού περί των τριών δρόμων προς την καταστροφή: «Ο ευχάριστος με τις γυναίκες, ο γρήγορος με τα τυχερά παιχνίδια και ο σίγουρος με τους τεχνικούς».
Και ισχύει, διότι η περίπτωση Παπανδρέου αποτελεί προφανώς την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα – αν και έχει ξεπεράσει και αυτόν τον κατασυκοφαντημένο Μπερλουσκόνι, ο οποίος άφησε την κατάσταση να εξελιχθεί ομαλά, παραιτήθηκε κανονικά και δήλωσε πως θα στηρίξει την κυβέρνηση Μόντι (χωρίς να μπλέκεται στα πόδια της, ασκώντας διεθνή πολιτική).
Κατά τα λοιπά… una faccia, una razza.
Χώρες της υπερβολής, με πολιτικούς που δεν διδάσκονται από τα λάθη τους, τα οποία πάντα πληρώνει ο λαός.
Για την Ελλάδα δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε – ο κατάλογος θα ήταν μακρύς, ένα έπος στενομυαλιάς, ανικανότητας και αγώνα για πολιτική επιβίωση.
Για την Ιταλία, μπορούμε να πούμε πως ο σχηματισμός της νέας τεχνοκρατικής κυβέρνησης, αποτελεί την πιο περίτρανη απόδειξη ότι ούτε εκεί διδάσκονται από τα λάθη τους.
Ως γνωστόν, η Ιταλία έχει ταλαιπωρηθεί τρομερά από τις κυβερνήσεις τεχνοκρατών του παρελθόντος, οι οποίες ούτε κατάφεραν τίποτε, ούτε μπόρεσαν να σταθούν επί μακρόν, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν μόνες τους.
Μία από αυτές, η πρώτη κυβέρνηση Πρόντι, δεν κατάλαβε ούτε η ίδια πώς έπεσε!
Πάντως… una faccia, una razza! Χώρες της υπερβολής!
Η μεν Ελλάδα δημιούργησε μια κυβέρνηση κατ’ επίφασιν συνασπισμού, τεραστίων διαστάσεων, ίδια κι’ απαράλλαχτη με την προηγούμενη, με μερικές προσθήκες από τα άλλα δύο κόμματα.
Η δε Ιταλία απέκτησε μια ολιγομελή κυβέρνηση 16 ατόμων, με συγχωνεύσεις υπουργείων, με τον πρωθυπουργό Μάριο Μόντι να κρατά για τον εαυτό του και το υπουργείο των Οικονομικών και χωρίς ούτε ένα πολιτικό πρόσωπο – ούτε για δείγμα.
Μπορούμε, λοιπόν, να ανακράξουμε πως στην Ελλάδα όλοι οι πολιτικοί είναι ικανοί και στην Ιταλία όλοι είναι ανίκανοι;
Προφανώς όχι. Είπαμε. Una faccia, una razza.
Μόνο που οι ομοιότητες σταματούν εδώ.
Οπότε, ας πούμε – για να συμφωνήσουμε – πως ισχύει το «una faccia, una razza» με την προσθήκη «ma non troppo» - αλλά όχι πολύ, όχι υπερβολικά!
Ο Μάριο Μόντι, σε αντίθεση με τον Λουκά Παπαδήμο, δημιούργησε μια κυβέρνηση από την αρχή και δεν έβαλε την υπογραφή του κάτω από την προηγούμενη κυβέρνηση – η οποία, επιτέλους, παραιτήθηκε ως αποτυχημένη.
Μάλιστα, ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας δήλωσε ξεκάθαρα πως η απουσία πολιτικών από την κυβέρνηση θα διευκολύνει τα πράγματα και θα αποτρέψει τις… εκπλήξεις!
Πρόσθεσε επίσης ότι η αποτελεσματικότητα μιας κυβέρνησης εξαρτάται από την ταχεία δράση της και από την ικανότητά της να εξηγεί στη Βουλή και στον λαό τι θα κάνει και τι κάνει ανά πάσα στιγμή.
Στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο δεν πρέπει να το περιμένουμε. Το τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση το γνωρίζουμε ήδη – μάλλον τίποτα.
Και το αν είναι σε θέση τα μέλη της να εξηγήσουν τι πρέπει να γίνει και τι θα γίνει το είδαμε κι’ αυτό κατά την συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης: Δεν καταλάβαμε τίποτε!
Υπάρχει και μια ακόμη διαφορά: Στην Ιταλία, τρία πολύ σημαντικά υπουργεία (Εσωτερικών, Εργασίας και Δικαιοσύνης) πήγαν σε γυναίκες.
Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά έγραψε ο ιταλικός Τύπος, «με τα συγκεκριμένα υπουργεία μην ξανασχοληθείτε! Ανέλαβαν γυναίκες!».
Στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να πούμε τι συνέβη. Ό,τι συνήθως. Και όσον αφορά στα συγκεκριμένα υπουργεία, τα μεν δύο παρέμειναν ως είχαν, το δε Εσωτερικών πήγε στον κ. Γιαννίτση, που αν και ανέλαβε το κα’ εξοχήν υπουργείο της σύνθεσης, το υπουργείο – μαέστρο, από το βήμα της Βουλής μίλησε κιόλας για υπονόμευση της κυβέρνησης.
Η Ιταλία απέκτησε άλλη μια τεχνοκρατική και ολιγομελή κυβέρνηση – αν και η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι είχε επίσης μόνο 23 υπουργούς.
Η Ελλάδα είχε αποκτήσει τεχνοκρατική κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009.
Ως τεχνοκράτες είχε διαφημίσει τότε τους υπουργούς του ο κ. Παπανδρέου. Τεχνοκρατικό είχε αποκληθεί το τότε οικονομικό επιτελείο (Παπακωνσταντίνου, Κατσέλη, Σαχινίδης).
Τα αποτελέσματα τα είδαμε. Όπως είδαμε και τα αποτελέσματα των επαγγελματιών πολιτικών.
Όσο για την Ιταλία, δεν γνωρίζω αν θα επαναληφθεί ο μύλος που επικράτησε στις προηγούμενες «τεχνοκρατικές» κυβερνήσεις.
Πάντως, αυτή είναι η πέμπτη τεχνοκρατική κυβέρνηση της χώρας. Και αν σταθεί, αυτό θα οφείλεται μόνο στους πολύ σοβαρούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ιταλία.
Ήδη, οι υπουργοί της βρίσκονται στο μικροσκόπιο των κομμάτων, με τη Λέγκα του Βορρά να κηρύσσει τον πόλεμο.
Άλλωστε, ο Πρόεδρος Ναπολιτάνο είχε προσπαθήσει και το 2007, στη διάρκεια μιας κυβερνητικής κρίσης, να προσφέρει τον πρωθυπουργικό θώκο στον Μάριο Μόντι, ο οποίος τότε είχε αρνηθεί.
Ακόμη και στον άλλο Μάριο, τον Μάριο Ντράγκι, επικεφαλής σήμερα της ΕΚΤ, είχε προσφέρει την κυβέρνηση ο Ναπολιτάνο.
Τότε, δεν δέχθηκε κανένας από τους δύο. Από χθες, το όνειρο του Ναπολιτάνο έγινε πραγματικότητα και… αναμένονται αποτελέσματα.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση που πήρε χθες ψήφο εμπιστοσύνης, έχει έναν μόνο τεχνοκράτη – τον κ. Παπαδήμο. Και κανέναν άλλο.
Όσο για εκείνους που ζητούν να σταματήσει η υπονόμευση της κυβέρνησης Παπαδήμου, μάλλον δεν έχουν αντιληφθεί τι ακριβώς έχει συμβεί.
Η υπονόμευση της κυβέρνησης εξασφαλίσθηκε από την ίδια τη σύνθεσή της: Ογκώδης, πολυμελής, μια πραγματική Βαβέλ και – κυρίως – με τα ίδια παλιά πρόσωπα, αν εξαιρέσουμε τον τεχνοκράτη πρωθυπουργό.
Ο οποίος μάλιστα, όχι μόνο δεν κράτησε για τον εαυτό του το υπουργείο των Οικονομικών, αλλά ούτε καν άλλαξε τον υπουργό των Οικονομικών.
Σε αντίθεση με τον Πορτογάλο πρωθυπουργό, που, πολιτικός ο ίδιος, ανέθεσε το υπουργείο των Οικονομικών σε έναν τεχνοκράτη, τον Βίκτορ Γκασπάρ.
Ας ελπίσουμε ότι δεν θα επιβεβαιωθεί η γνωστή ρήση του Πομπιντού περί των τριών δρόμων προς την καταστροφή: «Ο ευχάριστος με τις γυναίκες, ο γρήγορος με τα τυχερά παιχνίδια και ο σίγουρος με τους τεχνικούς».
ΠΗΓΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου