Της Ειρήνης Καρανασοπούλου
Εν μέσω της ομφαλοσκοπικής συζήτησης περί του κατά πόσον η «κακιά» τρόικα θα επιμείνει στις απολύσεις στο δημόσιο ή θα υποχωρήσει στην καταπληκτική πρόταση να φύγουν από το δημόσιο μόνον όσοι έχουν παρανομήσει -οι επίορκοι, ωσάν να είναι λογικό να υπάρχουν και να αμείβονται- ελάχιστοι πρόσεξαν πως το τελευταίο Eurogroup σηματοδότησε την πρώτη πολιτική υποχώρηση από την πολιτική της σθεναρούς λιτότητας στην Ευρώπη.
Εννοείται, ουδείς βγήκε να πει «μας συγχωρείτε, κάτι κάναμε λάθος, το ξαναβλέπουμε το ζήτημα». Η αυτοκριτική δεν είναι από τα προσόντα ούτε των πολιτικών, ούτε των οικονομολόγων. Όμως, η ανακοίνωση ότι θα δοθεί χρονική παράταση σε ουκ ολίγες χώρες για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων -και δε μιλούμε μόνον για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, που βρίσκονται σε μνημόνιο, αλλά για «βαρειά μεγέθη», όπως η Ολλανδία, η Γαλλία και κάτι άλλοι -στην πράξη σημαίνει ότι η τρέχουσα πολιτική επιβραδύνεται (σ.σ. όχι, δεν ανατρέπεται - ακόμη).
Η απόφαση του Eurogroup, που θα μπορούσε να εκληφθεί ως η δειλή απαρχή για μια επανεξέταση της πολιτικής σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, ασφαλώς δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία -είχαν προηγηθεί μια σειρά από αιτίες: η Ιταλία, ιδρυτικό μέλος της Ενωσης, έχει βρεθεί σε πολιτικό αδιέξοδο με ισχυρές αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, λόγω λιτότητας. Στην Πορτογαλία, πειθαρχημένο παιδί της λιτότητας, οι διαδηλώσεις του περασμένου σαββατοκύριακου ήταν άνευ προηγουμένου. Στην Ισπανία, οι διαμαρτυρίες για τη λιτότητα έχουν συγχωνευθεί με τις απαιτήσεις για καταπολέμηση της διαφθοράς. Και -το κυριότερο- στη Γαλλία και την Ολλανδία, επίσης ιδρυτικά μέλη της Ένωσης, έχουν ενταθεί οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις της λιτότητας, για την άνοδο της ανεργίας και για τα κέρδη που μπορεί να έχουν αντιευρωπαϊκές κι ακροδεξιές δυνάμεις.
Το κοινό υποκείμενο στοιχείο είναι η στάση της κοινής γνώμης -η οποία, με τη σειρά της, έχει στραφεί κατά της λιτότητας κυρίως λόγω της τεράστιας ανεργίας. Ο Φρήντμαν, με κάπως «μπακάλικο» τρόπο, έχει υπολογίσει ότι για κάθε έναν άνεργο άλλα τρία πρόσωπα επηρεάζονται. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι σε χώρες σαν την Ελλάδα και την Ισπανία, όπου η ανεργία έχει υπερβεί το όριο του 25%, επηρεάζεται το σύνολο του πληθυσμού. Σε άλλες, μπορεί να επηρεάζεται το ήμισυ του πληθυσμού ή κάπως λιγότερο -αλλά και πάλι είναι καθοριστικότατο. Όταν διαμορφώνεται, λοιπόν, μια τέτοια πραγματικότητα, η επιχειρηματολογία περί αντιμετώπισης της κρίσης χρέους ή της κρίσης των τραπεζών χάνει τη δυναμική της - το εκλογικό σώμα γυρίζει την πλάτη του.
Σε ακαδημαϊκό επίπεδο μπορεί να γίνονται πολλές συζητήσεις για το κατά πόσον η λιτότητα θα ήταν πιο αποτελεσματική εάν είχαν προηγηθεί οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ή εάν το υπερβολικό δημόσιο χρέος περιοριζόταν με άλλο τρόπο πέραν της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Τώρα πλέον, όμως, όσο κι αν κρύβουν το κεφάλι τους στην άμμο, για τις πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης το αδυσώπητο ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουν (σ.σ. εφόσον δε θέλουν να καταρρεύσουν και να διακινδυνεύσουν το ίδιο το ευρωπαϊκό εγχείρημα) είναι το κλασικό «και τώρα τι κάνουμε;».
Δυστυχώς, η απάντηση δε μπορεί να δοθεί χωρίς τη συμμετοχή της Γερμανίας: η ευρωπαϊκή υπερδύναμη μπορεί να είχε «βολευτεί» επί δεκαετίες με τον ιδιόρρυθμο γαλλογερμανικό άξονα - όπου αυτή έβαζε τα λεφτά κι η Γαλλία την πολιτική -αλλά η πραγματικότητα είναι πλέον εντελώς διαφορετική. Τώρα ο πρώτος και τελευταίος λόγος για όλα όσα συμβαίνουν στην Ένωση ανήκει στο Βερολίνο - το οποίο, όμως, δείχνει με κάθε τρόπο ότι δεν επιθυμεί να αναλάβει τις ευθύνες μιας υπερδύναμης (σ.σ. η Ιστορία βαραίνει αδυσώπητα, βλέπετε). Το αποτέλεσμα έως τώρα ήταν απλώς η προβολή των πολιτικών που εφαρμόσθηκαν στη Γερμανία σε ευρωπαϊκό επίπεδο - μια συνταγή που απέτυχε παταγωδώς, αφού η Γερμανία έχει ανεργία κάτω του 6% ενώ οι άλλοι, που υποχρεώθηκαν να την «κοπιάρουν», υποφέρουν.
Είναι προφανές ότι μια συνολική ευρωπαϊκή πολιτική η οποία θα αντικαταστήσει την τρέχουσα δεν πρόκειται να προκύψει πριν από τις γερμανικές εκλογές - το Βερολίνο δε θα κάνει ανατροπές ενόψει μιας αβεβαιότητας. Ωστόσο, από κει και μετά -μετά από ένα διάστημα εμβριθούς σκέψης- όλα είναι ανοικτά. Κι ενόψει αυτής της προοπτικής καλό θα ήταν κι ο κάθε εταίρος - περιλαμβανομένης της Ελλάδας του μνημονίου - να αναρωτηθεί πού θέλει να πάει η τεράστια ευρωπαϊκή γαλέρα...
Εν μέσω της ομφαλοσκοπικής συζήτησης περί του κατά πόσον η «κακιά» τρόικα θα επιμείνει στις απολύσεις στο δημόσιο ή θα υποχωρήσει στην καταπληκτική πρόταση να φύγουν από το δημόσιο μόνον όσοι έχουν παρανομήσει -οι επίορκοι, ωσάν να είναι λογικό να υπάρχουν και να αμείβονται- ελάχιστοι πρόσεξαν πως το τελευταίο Eurogroup σηματοδότησε την πρώτη πολιτική υποχώρηση από την πολιτική της σθεναρούς λιτότητας στην Ευρώπη.
Εννοείται, ουδείς βγήκε να πει «μας συγχωρείτε, κάτι κάναμε λάθος, το ξαναβλέπουμε το ζήτημα». Η αυτοκριτική δεν είναι από τα προσόντα ούτε των πολιτικών, ούτε των οικονομολόγων. Όμως, η ανακοίνωση ότι θα δοθεί χρονική παράταση σε ουκ ολίγες χώρες για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων -και δε μιλούμε μόνον για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, που βρίσκονται σε μνημόνιο, αλλά για «βαρειά μεγέθη», όπως η Ολλανδία, η Γαλλία και κάτι άλλοι -στην πράξη σημαίνει ότι η τρέχουσα πολιτική επιβραδύνεται (σ.σ. όχι, δεν ανατρέπεται - ακόμη).
Η απόφαση του Eurogroup, που θα μπορούσε να εκληφθεί ως η δειλή απαρχή για μια επανεξέταση της πολιτικής σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, ασφαλώς δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία -είχαν προηγηθεί μια σειρά από αιτίες: η Ιταλία, ιδρυτικό μέλος της Ενωσης, έχει βρεθεί σε πολιτικό αδιέξοδο με ισχυρές αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, λόγω λιτότητας. Στην Πορτογαλία, πειθαρχημένο παιδί της λιτότητας, οι διαδηλώσεις του περασμένου σαββατοκύριακου ήταν άνευ προηγουμένου. Στην Ισπανία, οι διαμαρτυρίες για τη λιτότητα έχουν συγχωνευθεί με τις απαιτήσεις για καταπολέμηση της διαφθοράς. Και -το κυριότερο- στη Γαλλία και την Ολλανδία, επίσης ιδρυτικά μέλη της Ένωσης, έχουν ενταθεί οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις της λιτότητας, για την άνοδο της ανεργίας και για τα κέρδη που μπορεί να έχουν αντιευρωπαϊκές κι ακροδεξιές δυνάμεις.
Το κοινό υποκείμενο στοιχείο είναι η στάση της κοινής γνώμης -η οποία, με τη σειρά της, έχει στραφεί κατά της λιτότητας κυρίως λόγω της τεράστιας ανεργίας. Ο Φρήντμαν, με κάπως «μπακάλικο» τρόπο, έχει υπολογίσει ότι για κάθε έναν άνεργο άλλα τρία πρόσωπα επηρεάζονται. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι σε χώρες σαν την Ελλάδα και την Ισπανία, όπου η ανεργία έχει υπερβεί το όριο του 25%, επηρεάζεται το σύνολο του πληθυσμού. Σε άλλες, μπορεί να επηρεάζεται το ήμισυ του πληθυσμού ή κάπως λιγότερο -αλλά και πάλι είναι καθοριστικότατο. Όταν διαμορφώνεται, λοιπόν, μια τέτοια πραγματικότητα, η επιχειρηματολογία περί αντιμετώπισης της κρίσης χρέους ή της κρίσης των τραπεζών χάνει τη δυναμική της - το εκλογικό σώμα γυρίζει την πλάτη του.
Σε ακαδημαϊκό επίπεδο μπορεί να γίνονται πολλές συζητήσεις για το κατά πόσον η λιτότητα θα ήταν πιο αποτελεσματική εάν είχαν προηγηθεί οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ή εάν το υπερβολικό δημόσιο χρέος περιοριζόταν με άλλο τρόπο πέραν της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Τώρα πλέον, όμως, όσο κι αν κρύβουν το κεφάλι τους στην άμμο, για τις πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης το αδυσώπητο ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουν (σ.σ. εφόσον δε θέλουν να καταρρεύσουν και να διακινδυνεύσουν το ίδιο το ευρωπαϊκό εγχείρημα) είναι το κλασικό «και τώρα τι κάνουμε;».
Δυστυχώς, η απάντηση δε μπορεί να δοθεί χωρίς τη συμμετοχή της Γερμανίας: η ευρωπαϊκή υπερδύναμη μπορεί να είχε «βολευτεί» επί δεκαετίες με τον ιδιόρρυθμο γαλλογερμανικό άξονα - όπου αυτή έβαζε τα λεφτά κι η Γαλλία την πολιτική -αλλά η πραγματικότητα είναι πλέον εντελώς διαφορετική. Τώρα ο πρώτος και τελευταίος λόγος για όλα όσα συμβαίνουν στην Ένωση ανήκει στο Βερολίνο - το οποίο, όμως, δείχνει με κάθε τρόπο ότι δεν επιθυμεί να αναλάβει τις ευθύνες μιας υπερδύναμης (σ.σ. η Ιστορία βαραίνει αδυσώπητα, βλέπετε). Το αποτέλεσμα έως τώρα ήταν απλώς η προβολή των πολιτικών που εφαρμόσθηκαν στη Γερμανία σε ευρωπαϊκό επίπεδο - μια συνταγή που απέτυχε παταγωδώς, αφού η Γερμανία έχει ανεργία κάτω του 6% ενώ οι άλλοι, που υποχρεώθηκαν να την «κοπιάρουν», υποφέρουν.
Είναι προφανές ότι μια συνολική ευρωπαϊκή πολιτική η οποία θα αντικαταστήσει την τρέχουσα δεν πρόκειται να προκύψει πριν από τις γερμανικές εκλογές - το Βερολίνο δε θα κάνει ανατροπές ενόψει μιας αβεβαιότητας. Ωστόσο, από κει και μετά -μετά από ένα διάστημα εμβριθούς σκέψης- όλα είναι ανοικτά. Κι ενόψει αυτής της προοπτικής καλό θα ήταν κι ο κάθε εταίρος - περιλαμβανομένης της Ελλάδας του μνημονίου - να αναρωτηθεί πού θέλει να πάει η τεράστια ευρωπαϊκή γαλέρα...
ΠΗΓΗ capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου