Της Μαρίας Κατσουνάκη
Πολιτικός εν αποστρατεία, αποσυρμένος εδώ και πολλά χρόνια από το προσκήνιο, έδωσε συνέντευξη την περασμένη εβδομάδα σε τηλεοπτική εκπομπή. Υπεραμύνθηκε της αυτοκριτικής, «όχι της ρητορικής», όπως τόνισε, αλλά της «ουσιαστικής». Οταν όμως ο δημοσιογράφος τού ζήτησε να ξεκινήσει από τον ίδιο («τι δεν κάνατε καλά στη δική σας περίοδο», τον ρώτησε – ας σημειωθεί ότι υπήρξε σημαίνων υπουργός του ΠΑΣΟΚ), απάντησε ότι εκείνη η τετραετία ήταν η καλύτερη και η πιο εποικοδομητική. Εν ολίγοις, δεν είχε κάτι να ψέξει στη δική του θητεία.
Αλλη μια άσφαιρη προσπάθεια να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, σκέφτηκα. Για την ακρίβεια, καμία σχεδόν απόπειρα προς αυτήν την κατεύθυνση δεν στέφεται από επιτυχία. Και τι θεωρούμε «επιτυχία» στην απόληξη της αυτοκριτικής διαδικασίας; Εδώ, οι πρώην δεν αγγίζουν τη δύσβατη περιοχή του εαυτού· μπορούμε να ελπίζουμε στους εν ενεργεία πολιτικούς;
«Τοποθετώντας έξω από εμάς την ευθύνη της διαδρομής της ζωής μας, αφήνομε την έγνοια γι’ αυτήν να χάνεται μέσα στα μονοπάτια της μοίρας», επισημαίνει η ψυχαναλύτρια Αννα Ποταμιάνου στο βιβλίο της «Τα εναντίον εαυτού». «Κάθε ανθρώπινο πεπρωμένο κτίζεται από εμάς τους ίδιους και η σκέψις “επί εαυτού” είναι το μόνο μέσο που διαθέτομε για υποκειμενικές αλλαγές, οι οποίες, βέβαια, αφορούν και την πολιτικοκοινωνική μας πραγματικότητα».
Πόσο μας απασχολεί η σχέση με τον εαυτό μας, η φροντίδα, η φιλότης ή η έχθρα, που άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα διαρθρώνουν την πορεία του καθενός αλλά και της πραγματικότητας που μας περιβάλλει; Ποτέ άλλοτε στην πολιτική ζωή της χώρας η λέξη «αυτοκριτική» δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ και δεν σήμαινε τόσο λίγα. Επί της ουσίας, κανείς δεν ξέρει πώς να τη χειριστεί, γιατί ενώ πασχίζει να πείσει για τις προθέσεις του, δεν την αντέχει. Δεν αντέχει, δηλαδή, την εικόνα του εαυτού χωρίς την παραμυθία.
Τα λογύδρια γύρω από, εν γένει, «λάθη» και οι ομολογίες του τύπου «πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας», που προφέρονται με ένα κράμα σκεπτικισμού, αποφασιστικότητας και σοβαροφάνειας, προτείνονται, καθώς φαίνεται, κατά κόρον από τους επικοινωνιολόγους. Είτε πρόκειται για «φθαρμένους» εκπροσώπους της πολιτικής σκηνής είτε για συνέδρια κομμάτων, η «αυτοκριτική» αναδεικνύεται σε προσφιλή έκφραση.
Ομως πώς θα προσεγγίσει ο πολιτικός, και στη συνέχεια θα αναγνωρίσει, τα λάθη που διέπραξε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αν δεν είναι αποφασισμένος να δεχθεί και τις συνέπειες; Ειδικά σε μια εποχή που «η τιμωρία των υπευθύνων» βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα και «η παραδειγματική τιμωρία» κερδίζει έδαφος.
Ο καταναγκασμός της επανάληψης που μας διαφεντεύει δεν περιλαμβάνει την «αυτοκριτική» ως πλεονέκτημα ενός δημοσίου προσώπου. Πολιτικοί και πολίτες έχουν -θέλουν να έχουν- πάντα δίκιο. Το άδικο και το σφάλμα είναι τυραννικά και δυσβάσταχτα αν δεν ξέρει κανείς τι διαδρομές θα ακολουθήσει. Αν δεν συναρθρώσει αιτίες, οργή, υπαρξιακό κλονισμό, αν δεν βρει νέες ισορροπίες, μετατοπίζοντας, έστω και ελάχιστα, άξονες και πιστεύω.
Η διαδικασία είναι επίπονη και δεν γίνεται ούτε κατά παραγγελία ούτε κατ’ απαίτηση («σύντροφε, την αυτοκριτική σου»), ούτε από τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν είναι «αμάρτημα», δεν σχετίζεται με την «εξομολόγηση», δεν είναι μια απλή «διαπίστωση» σε φιλική συζήτηση ή στο Κοινοβούλιο. Χτίζεται αργά και βασανιστικά, απαιτεί ψυχικό χώρο και χρόνο.
«Αυτοκριτική» δεν είναι ούτε η ψυχική κατάρρευση ούτε η διαρκής ενοχή. Πολύ περισσότερο: δεν συντελείται σε τηλεοπτικά πάνελ ως ατραξιόν. Δεν εξαγγέλλεται, δεν ορίζεται. Οταν συμβαίνει, αλλάζει εμάς και τους γύρω μας. Δηλαδή, την κοινωνία.
Πολιτικός εν αποστρατεία, αποσυρμένος εδώ και πολλά χρόνια από το προσκήνιο, έδωσε συνέντευξη την περασμένη εβδομάδα σε τηλεοπτική εκπομπή. Υπεραμύνθηκε της αυτοκριτικής, «όχι της ρητορικής», όπως τόνισε, αλλά της «ουσιαστικής». Οταν όμως ο δημοσιογράφος τού ζήτησε να ξεκινήσει από τον ίδιο («τι δεν κάνατε καλά στη δική σας περίοδο», τον ρώτησε – ας σημειωθεί ότι υπήρξε σημαίνων υπουργός του ΠΑΣΟΚ), απάντησε ότι εκείνη η τετραετία ήταν η καλύτερη και η πιο εποικοδομητική. Εν ολίγοις, δεν είχε κάτι να ψέξει στη δική του θητεία.
Αλλη μια άσφαιρη προσπάθεια να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, σκέφτηκα. Για την ακρίβεια, καμία σχεδόν απόπειρα προς αυτήν την κατεύθυνση δεν στέφεται από επιτυχία. Και τι θεωρούμε «επιτυχία» στην απόληξη της αυτοκριτικής διαδικασίας; Εδώ, οι πρώην δεν αγγίζουν τη δύσβατη περιοχή του εαυτού· μπορούμε να ελπίζουμε στους εν ενεργεία πολιτικούς;
«Τοποθετώντας έξω από εμάς την ευθύνη της διαδρομής της ζωής μας, αφήνομε την έγνοια γι’ αυτήν να χάνεται μέσα στα μονοπάτια της μοίρας», επισημαίνει η ψυχαναλύτρια Αννα Ποταμιάνου στο βιβλίο της «Τα εναντίον εαυτού». «Κάθε ανθρώπινο πεπρωμένο κτίζεται από εμάς τους ίδιους και η σκέψις “επί εαυτού” είναι το μόνο μέσο που διαθέτομε για υποκειμενικές αλλαγές, οι οποίες, βέβαια, αφορούν και την πολιτικοκοινωνική μας πραγματικότητα».
Πόσο μας απασχολεί η σχέση με τον εαυτό μας, η φροντίδα, η φιλότης ή η έχθρα, που άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα διαρθρώνουν την πορεία του καθενός αλλά και της πραγματικότητας που μας περιβάλλει; Ποτέ άλλοτε στην πολιτική ζωή της χώρας η λέξη «αυτοκριτική» δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ και δεν σήμαινε τόσο λίγα. Επί της ουσίας, κανείς δεν ξέρει πώς να τη χειριστεί, γιατί ενώ πασχίζει να πείσει για τις προθέσεις του, δεν την αντέχει. Δεν αντέχει, δηλαδή, την εικόνα του εαυτού χωρίς την παραμυθία.
Τα λογύδρια γύρω από, εν γένει, «λάθη» και οι ομολογίες του τύπου «πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας», που προφέρονται με ένα κράμα σκεπτικισμού, αποφασιστικότητας και σοβαροφάνειας, προτείνονται, καθώς φαίνεται, κατά κόρον από τους επικοινωνιολόγους. Είτε πρόκειται για «φθαρμένους» εκπροσώπους της πολιτικής σκηνής είτε για συνέδρια κομμάτων, η «αυτοκριτική» αναδεικνύεται σε προσφιλή έκφραση.
Ομως πώς θα προσεγγίσει ο πολιτικός, και στη συνέχεια θα αναγνωρίσει, τα λάθη που διέπραξε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αν δεν είναι αποφασισμένος να δεχθεί και τις συνέπειες; Ειδικά σε μια εποχή που «η τιμωρία των υπευθύνων» βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα και «η παραδειγματική τιμωρία» κερδίζει έδαφος.
Ο καταναγκασμός της επανάληψης που μας διαφεντεύει δεν περιλαμβάνει την «αυτοκριτική» ως πλεονέκτημα ενός δημοσίου προσώπου. Πολιτικοί και πολίτες έχουν -θέλουν να έχουν- πάντα δίκιο. Το άδικο και το σφάλμα είναι τυραννικά και δυσβάσταχτα αν δεν ξέρει κανείς τι διαδρομές θα ακολουθήσει. Αν δεν συναρθρώσει αιτίες, οργή, υπαρξιακό κλονισμό, αν δεν βρει νέες ισορροπίες, μετατοπίζοντας, έστω και ελάχιστα, άξονες και πιστεύω.
Η διαδικασία είναι επίπονη και δεν γίνεται ούτε κατά παραγγελία ούτε κατ’ απαίτηση («σύντροφε, την αυτοκριτική σου»), ούτε από τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν είναι «αμάρτημα», δεν σχετίζεται με την «εξομολόγηση», δεν είναι μια απλή «διαπίστωση» σε φιλική συζήτηση ή στο Κοινοβούλιο. Χτίζεται αργά και βασανιστικά, απαιτεί ψυχικό χώρο και χρόνο.
«Αυτοκριτική» δεν είναι ούτε η ψυχική κατάρρευση ούτε η διαρκής ενοχή. Πολύ περισσότερο: δεν συντελείται σε τηλεοπτικά πάνελ ως ατραξιόν. Δεν εξαγγέλλεται, δεν ορίζεται. Οταν συμβαίνει, αλλάζει εμάς και τους γύρω μας. Δηλαδή, την κοινωνία.
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου