Tου Παντελη Μπουκαλα
Στην τέχνη του λόγου η αγάπη για το μικρό και το ευσύνοπτο, συμπυκνωμένη στην απόφανση «μεγάλο έργο, μεγάλο κακό», κρατάει τουλάχιστον από τον καιρό του Καλλίμαχου του Κυρηναίου. Πάνε περίπου δυόμισι χιλιετίες από τον 4ο/3ο αιώνα, οπότε άκμασε ο σπουδαίος λόγιος και ποιητής που χρησιμοποίησε συστηματικά την ίδια την ποίηση για να εξαπολύσει λιβέλους κατά των λογοτεχνικών του αντιπάλων και για να υπερασπίσει την αισθητική του θεωρία. Μολονότι ποιητής πάντως και σοφός, άρα ένας από αυτούς που, κατά Καβάφη, ακούνε τη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» καθαρότερα από τους άλλους, δεν θα μπορούσε να μαντέψει τον «Ερωτα του Ελαχίστου» που άνοιξε τα φτερά του στις μέρες μας - φτερά τόσο μεγάλα που τείνουν να σκιάσουν άλλες μορφές του δημόσιου λόγου, εκτενέστερες.
Μιλάω για τον απόλυτο μινιμαλισμό του τουίτερ και των τιτιβισμάτων (κι άντε τώρα να γράψεις «τιττύβισμα», όπως θέλει το Λεξικό Μπαμπινιώτη, αυτό το ονοματοποιημένο, ηχομιμητικό «τιτίβισμα», όταν έτσι, απλουστευμένο, το γράφουν γενιές και γενιές). Το ηλεκτρονικό κείμενο - μήνυμα των 140 χαρακτήρων θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια νέου τύπου λογοτεχνία, κάτι σαν τα ακαριαία χαϊκού σε εκδοχή απελευθερωμένη από τη δεσμευτική φόρμα. Ηδη άρχισαν άλλωστε οι σχετικοί διαγωνισμοί διηγήματος.
Τα εκ κατασκευής υπερλακωνικά τιτιβίσματα συμφωνούν και απορρέουν απ’ όλα τα ισχύοντα δόγματα, περιοριστικά της ζωής μας ώς ένα βαθμό (συνήθως μεγάλο), με κυριότερο εξ όλων το λατρευτικά αντιμετωπιζόμενο «ο χρόνος είναι χρήμα», όπερ σημαίνει ότι αν θες να πεις κάτι, πες το χωρίς να σπαταλάς τον χρόνο σου και τον χρόνο όσων σε διαβάζουν. Αν όμως ο δημόσιος λόγος πάσχει, μπορεί να γιατρευτεί με τιτιβίσματα; Το ερώτημα δεν είναι «τεχνοφοβικό», ή τουλάχιστον έτσι ελπίζω. Βλέποντας πόσο μεγάλη είναι η παρεμβατική ισχύς του τουίτερ και πόσο η δημόσια συζήτηση (για τα κόμματα, την τέχνη, τα μίντια, το ποδόσφαιρο...) στρέφεται γίρω από το τιτίβισμα κάποιου «επωνύμου», συμπεραίνουμε ότι σχεδόν τα μόνα «μηνύματα» που βρίσκουν παραλήπτες είναι τα «τουίτ». Τα τιτιβίσματα εντούτοις, λόγω της ιδιοσυστασίας τους, δεν μπορεί να είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, άλλο απ’ ό,τι είναι τώρα: μπηχτές (για να τραφεί το κουτσομπολιό), αστειάκια, αξιώματα ή χρησμοί, επίτηδες σκοτεινοί όχι για να έχουν πολλές σημασίες, ανάλογα με την ανάγνωση, αλλά για να φαίνεται ότι έχουν βαριά σημασία, ακόμα και αν δεν έχουν την παραμικρή.
Μας πήρε λ.χ. μια βδομάδα να σκεφτόμαστε τι ακριβώς εννοούσε ο τουιτάρων κ. Παπουτσής με τον «προσωπικό του επαναπροσδιορισμό». Και χάσαμε έτσι τον χρόνο μας, που «είναι χρήμα». Ενώ αν είχε πει διά μακρών τι (δεν) ήθελε να πει, σε μισή ώρα θα αλλάζαμε θέμα. Το ίδιο θα συνέβαινε με τις βλακειούλες κάποιας καλλιτέχνιδας για τη Χρυσή Αυγή, που της πρόσφεραν την κατά Γουόρχολ δεκάλεπτη φήμη, όπως καθετί το προκλητικά βλακώδες.
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου