Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Το σπορ της φοροδιαφυγής στην αρχαιότητα

Γράφει ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος - καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Η οικτρή οικονομική μας κατάσταση, η ανατροπή κοινωνικών κατακτήσεων και οι αποκαλύψεις περί διαφθοράς ενοίκων του κρατικού οικοδομήματος (των ρετιρέ αλλά και των υπογείων) μονοπωλούν καθημερινά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σε τέτοιες αρνητικές συγκυρίες την κρίση την πληρώνουν πρωτίστως αυτοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Η απαίτηση να τιμωρηθούν οι καταχραστές του δημοσίου χρήματος και οι επίορκοι κρατικοί λειτουργοί (όχι και τόσο ολιγάριθμοι), και μάλιστα με δήμευση των περιουσιών τους, είναι διάχυτη. Εχουμε όμως και άλλα αρνητικά φαινόμενα. Μια διαβρωμένη κρατική μηχανή όπως η δική μας δυσκολεύεται να πατάξει ικανοποιητικά τη φοροδιαφυγή, που στον τόπο μας είναι ιδιαίτερα τροφαντή καθώς ταΐζεται γενναία και από την απύθμενη ανοχή της ελληνικής κοινωνίας.

Η φοροδιαφυγή είναι ένα πολύ παλιό «σπορ» το οποίο πιθανόν πρωτοεμφανίστηκε μαζί με τη φορολογία. Το ύψος των φόρων, όπως και η είσπραξή τους, απασχολούσε ανέκαθεν τους κυβερνώντες, ιδιαίτερα μάλιστα σε περιόδους οικονομικών κρίσεων όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα. Καθημερινά σχεδόν ακούμε για επιβολή νέων φόρων ή για αύξηση των ήδη υπαρχόντων, όπως επίσης και για λαμπρές επιδόσεις των ράμπο του ΣΔΟΕ. Εχει υποστηριχθεί ότι, αν ένας υπουργός Οικονομικών κατορθώσει να φορολογήσει το 75% των φορολογητέων κεφαλαίων, θα έχει επιτελέσει ηράκλειο άθλο.

Δεινές οικονομικές κρίσεις ξέσπασαν και στην Αθήνα του 4ου αι. π.Χ., συνοδευόμενες επίσης από φαινόμενα διαφθοράς. Η φορολογία των συμμάχων ήταν πλέον μακρινό όνειρο, τα έσοδα από τη φορολογία των εμπορευμάτων που έφθαναν στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω πτώσης των εμπορικών δραστηριοτήτων, είχαν μειωθεί, ενώ η εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου είχε περιοριστεί. Στην προσπάθειά του το αθηναϊκό κράτος να πετύχει αύξηση των οικονομικών πόρων του κάνει συνεχώς μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα. Μία από τις πιο γνωστές είναι η μεταρρύθμιση που έγινε επί άρχοντος Ναυσινίκου (378-377 π.Χ.) και συνοδεύθηκε από απογραφή της περιουσίας των φορολογουμένων. 

Σύμφωνα με αρχαία μαρτυρία, η περιουσία αυτή υπολογίστηκε σε 5.750 τάλαντα. Δεν θα ασχοληθώ με το αξιόπιστο της παραπάνω πληροφορίας. Θα συμπληρώσω μόνο ότι τότε ψηφίστηκε και ένας νόμος που προέβλεπε ακόμη πιο βαριές ποινές στους φοροφυγάδες. Για τους τότε φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς έχω αναφερθεί σε μια παλιότερη επιφυλλίδα μου (27.9.2009). Εδώ απλώς υπενθυμίζω ότι το αθηναϊκό κράτος συνήθως νοίκιαζε τους διάφορους φόρους έπειτα από δημόσιους διαγωνισμούς. Ο πλειοδότης έδινε αμέσως το συμφωνηθέν ποσό και στη συνέχεια φρόντιζε να το εισπράξει από τους υπόχρεους, φυσικά με το παραπάνω.

Μια χρονιά στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. ένας πλειοδότης ξέρουμε ότι πλήρωσε ως φόρο επί των εισαγομένων και εξαγομένων από το λιμάνι του Πειραιά προϊόντων 30 τάλαντα και εισέπραξε 36. Κέρδισε, δηλαδή, 6 τάλαντα (περίπου 3.500 μεροκάματα). Επειτα από τρία χρόνια ένας άλλος πλειοδότης, πιο γενναιόδωρος, έδωσε στο κράτος για τον ίδιο φόρο 36 τάλαντα, δεν γνωρίζουμε όμως το ποσό που κέρδισε. Επειδή ο σχετικός φόρος ήταν 2% επί της αξίας των διακινηθέντων προϊόντων, μπορούμε να υπολογίσουμε τη συνολική τους αξία. Κόστιζαν γύρω στα 1.800-2.000 τάλαντα, ποσό που ισοδυναμούσε περίπου με 1.000.000-1.200.000 μεροκάματα.

Σε δύσκολες οικονομικές καταστάσεις εξυπακούεται ότι δεν υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον για συμμετοχή στους δημόσιους αυτούς διαγωνισμούς. Ετσι το κράτος έπρεπε το ίδιο να φροντίσει για την είσπραξη των φόρων. Μια σχετική ιστορία, η οποία συνέβη κατά τη φορολογική μεταρρύθμιση του 378-377 π.Χ., είναι ενδεικτική. Πρωτοστατεί ο Ανδροτίων Ανδρωνος, ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο της αθηναϊκής δημόσιας ζωής. Πρότεινε στους Αθηναίους τρεις τρόπους για να γεμίσουν το κρατικό ταμείο. Ο ένας ήταν να βάλουν χέρι στα ιερά τους και να λιώσουν τα χρυσά αφιερώματα που υπήρχαν σ΄ αυτά κόβοντας στη συνέχεια χρυσά νομίσματα. Ο άλλος ήταν να επιβάλουν έκτακτους φόρους και ο τρίτος να κυνηγήσουν τους φοροφυγάδες. Οπως ήταν αναμενόμενο, προτιμήθηκε η τρίτη λύση. Ο ίδιος ο Ανδροτίων έπεισε τους Αθηναίους να τον ορίσουν φοροεισπράκτορα που θα αναλάμβανε να εισπράξει τη φοροδιαφυγή, κάτι που τελικά και έκανε, όχι όμως με ιδιαίτερη επιτυχία, αν και χρησιμοποίησε καταπιεστικά και ενίοτε απάνθρωπα μέσα. Εισορμούσε με τους μπράβους του σε σπίτια οφειλετών σπάζοντας τις πόρτες και κάνοντας τα στρώματα των κρεβατιών άνω-κάτω προκειμένου να εντοπίσει τυχόν κρυμμένους θησαυρούς, βασάνιζε πολίτες για να εισπράξει ακόμη και... πενταροδεκάρες. Εντρομοι οι ένοικοι εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και πηδώντας από στέγη σε στέγη ζητούσαν καταφύγιο σε γειτονικά τους πρόσωπα.

Ο ίδιος ο Ανδροτίων δεν ήταν ένα άμεμπτο δημόσιο πρόσωπο, όπως δηλαδή συμβαίνει και με σημερινούς φοροεισπράκτορες. Λίγο πριν από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., δοθείσης ευκαιρίας, δεν δίστασε, μαζί με φίλους του, να οικειοποιηθούν εννιάμισι τάλαντα. Καθώς η... λαδιά αποκαλύφθηκε και οι τότε νόμοι ήταν αυστηροί και εφαρμοστέοι, καταδικάστηκαν να πληρώσουν το διπλάσιο του ποσού που είχαν καταχρασθεί. Αδυνατώντας να πληρώσουν το βαρύ πρόστιμο και προ του κινδύνου να οδηγηθούν στις φυλακές έθεσαν σε εφαρμογή, με τη βοήθεια πολιτικών φίλων τους, μια νομικίστικη διαδικασία που απέτρεπε την επαπειλούμενη φυλάκισή τους, εξασφαλίζοντας όμως και την επιστροφή των εννιάμισι ταλάντων.
 
ΠΗΓΗ : ΤΟ ΒΗΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: