Γράφει ο Φώτης Γεωργελές
Μια φορά, στην αρχή της περιπέτειας, είχαν ζητήσει από το protagon να απαντήσω στο ερώτημα, ποιες είναι οι 10 πρώτες προτάσεις για να αντιμετωπίσουμε την κρίση. Μου ’πεσε πάλι στα χέρια αυτό το κείμενο τώρα τελευταία και εκείνο που μου έκανε εντύπωση δεν ήταν τόσο ότι απ’ αυτές τις 10 προτάσεις τίποτα, εννοείται, δεν έχει συμβεί. Αλλά ότι τότε, μέσα στο κλίμα της αγανάκτησης και της οργής, ξεκίναγα με την εξής «δοσιλογική» πρόταση: Παρ’ όλο που πιστεύω ότι εμείς, ξέροντας τη χώρα μας, είμαστε οι καταλληλότεροι να πούμε τι φταίει και πώς διορθώνεται, έχω έντονη την επιθυμία να αρχίσω με την προκλητική πρόταση, να κάνουμε ό,τι μας λένε. Γιατί μάντευα το έργο που θα ακολουθήσει. Πελατειακό κράτος, κομματοκρατία, συντεχνιακά συμφέροντα, media του λαϊκισμού, θα δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα της παράνοιας, την ψεύτικη αντίθεση λαός εναντίον ξένων και θα κρύψουν τα προφανή: Αφού όλοι ξέρουμε ότι οι υπόλοιπες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκονται σε καλύτερη θέση από μας, αφού εμείς χρεοκοπήσαμε, ας αρχίσουμε από τα στοιχειώδη. Ας κάνουμε ό,τι έχουν ήδη κάνει αυτοί εδώ και δεκαετίες, στη φορολογία, το ασφαλιστικό, τις αγορές, τους κανόνες εργασίας.
Τέσσερα χρόνια υπερασπιζόμαστε κάθε ελληνική «εξαίρεση», κάθε πατέντα, κάθε ντόπια ευρεσιτεχνία, εναντίον όλων των «κακών» του κόσμου που θέλουν να μας αλλάξουν. Μα αφού είναι τόσο fuckin’ καλά όλα όσα κάναμε, που έλεγε και ο Τζακ Νίκολσον, γιατί είναι τόσο fuckin’ dead; Γιατί χρεοκοπήσαμε;
Αυτό που ενοχλεί περισσότερο με όλους αυτούς που υπερασπίζονται κάθε μέρα την προνομιακή τους θέση στην κοινωνία, δεν είναι τόσο αυτό που θέλουνε αλλά αυτό που λένε. Γιατί τι θέλουν; Να διατηρήσουν κάποιες ρυθμίσεις που προστατεύουν το επάγγελμά τους, αποκλείουν τον ανταγωνισμό, εξασφαλίζουν υψηλά ποσοστά κέρδους. Προνόμια και προσόδους. Εντάξει, όλοι αυτό θα θέλαμε αν μπορούσαμε. Το εκνευριστικό είναι η επιθετική ρητορική, όταν τα προνόμιά τους τα βαφτίζουν λαό, λαϊκούς αγώνες, αντίσταση στα «συμφέροντα». Ως γνωστόν, σ’ αυτή τη χώρα, «συμφέροντα» είναι οι άλλοι. Εμείς ασκούμε λειτούργημα.
Δηλαδή, θέλω να πω, γίνεται λόγος τώρα πάλι για τους φόρους υπέρ τρίτων που σιγά-σιγά και δύσκολα καταργούνται. Αυτούς που όσοι ωφελούνται, κατ’ ευφημισμόν, ονομάζουν «κοινωνικούς φόρους». Θέλουν να πουν ότι η κοινωνία τους πληρώνει για να περνάνε αυτοί καλύτερα. Και κάποιες εφημερίδες γράφουν, «η τρόικα διαλύει τα ταμεία». Αν έρθω τώρα εγώ και πω συγγνώμη, ρε παιδιά, αυτό ήξερα πάντα στη ζωή μου, έτσι τα ’χω κανονίσει, το κεκτημένο μου ήταν ένα ταμείο «ευγενές», καλύτερο από το δικό σας, με καλύτερη περίθαλψη και σύνταξη. Βάσει αυτού ήταν ο προγραμματισμός μου, μήπως να το καθυστερήσουμε λίγο, να το πάμε αργότερα; Δεν θα συμφωνούσες, αλλά θα με ένιωθες. Αν σου ’λεγα όμως, «οι δυνάμεις κατοχής και οι δοσίλογες κυβερνήσεις έχουν βάλει στο στόχαστρο τις συντάξεις του λαού», θα μου ’λεγες, για σιγά, ρε φίλε, εγώ ΙΚΑ είμαι, ανασφάλιστος, άνεργος, ποιος λαός, ίδιος λαός είμαστε και οι δυο, εγώ ανασφάλιστος κι εσύ που φοβάσαι μήπως το ταμείο σου γίνει ίδιο με όλους τους άλλους πληβείους;
Παρ’ όλο που οι ημίτρελοι φωνάζουν ότι η χούντα δεν τελείωσε το ’73, η αλήθεια είναι ότι η Μεταπολίτευση ήταν πολύ «δημοκρατική» περίοδος για τη χώρα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι φαρμακοποιοί και οι γαλακτοπαραγωγοί. Είναι ότι «δημοκρατικά», αναρίθμητα προνόμια, εξαιρέσεις, ειδικές ρυθμίσεις, φόροι υπέρ τρίτων, χιλιάδες προνομιακά «κεκτημένα», έχουν δημιουργήσει σταδιακά μια εφιαλτική κατάσταση όπου όλοι είναι συγχρόνως θύτες και την ίδια στιγμή θύματα. Δεκάδες μικρά καρτέλ, κλειστά επαγγέλματα, κρυφά χαράτσια στα εισιτήρια, τα τσιγάρα, το ψωμί, το οινόπνευμα, την μπίρα, τα έργα των δήμων, τα συμβόλαια, το τσιμέντο, στα εισιτήρια των γηπέδων, τα τεχνικά έργα, τα εισιτήρια των τρένων, στα είδη πολυτελείας, στις δημοσιεύσεις της εφημερίδας της κυβερνήσεως, τη διαφήμιση. Αυξάνουν τις τιμές, δημιουργούν εισοδηματίες του δημοσίου, κάνουν τα επαγγέλματα κληρονομικά, εμποδίζουν τον κόσμο να δουλέψει. Δημιουργούν μια οικονομία αντιπαραγωγική, ελάχιστα ανταγωνιστική και συγχρόνως μια κατάσταση εφιαλτική όπου όλοι αισθάνονται αδικημένοι.
Ακόμα και πριν την κρίση έτσι ήταν. Αυτό που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει, κι αυτό με ευθύνη των πολιτικών κομμάτων και των Μέσων του λαϊκισμού, είναι ότι αν μέχρι τώρα την αντέχαμε, και αυτοί που ήταν μόνο θύματα και ποτέ θύτες ήταν οι λιγότεροι, συνέβαινε γιατί σ’ αυτή τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες μπήκε ένα απίστευτο ποσό χρημάτων που δεν ήταν δικό μας, δεν το παράγαμε. 300 δις δανεικά και άλλα 150 με 200 κοινοτικές επιδοτήσεις, δεν χρησιμοποιήθηκαν για να κάνουν μια οικονομία σύγχρονη που θα μπορούσε να υποστηρίζει τον τρόπο ζωής που θέλουμε, αλλά στην κατανάλωση. Και όλοι, επαγγελματικές ομάδες και άτομα, προσπαθήσαμε να βρούμε τους τρόπους με τους οποίους ευκολότερα θα έχουμε μεγαλύτερο μερίδιο σ’ αυτή τη διανομή ξένων χρημάτων.
Έτσι, ακόμα και σήμερα, που ξέρουμε τι συνέβη, από κεκτημένη ταχύτητα, από συντηρητισμό, προσπαθούμε να διατηρήσουμε τους ίδιους τρόπους εσόδων, τα ίδια μέσα απόκτησής τους, όπως παλιά. Χωρίς να υπάρχουν τα λεφτά. Και αυτό οδηγεί σε μια κατάσταση εφιαλτική. Αυτό που ήδη πριν την κρίση ήταν άδικο και προβληματικό, χωρίς τα δανεικά λεφτά γίνεται αδύνατο, αυτοκαταστροφικό, μια μάχη όλων εναντίον όλων, χωρίς νικητές, μόνο χαμένους. Γιατί η οικονομία αντιδρά, οι άλλες κοινωνικές ομάδες αντιδρούν, δεν υπάρχουν ξύπνιοι μόνο απ’ τη μια πλευρά. Αν εσύ εξασφαλίζεις υψηλό ποσοστό κέρδους στα προϊόντα σου, εγγυημένο απ’ το κράτος, τότε ο υδραυλικός θα σου χρεώνει την επισκευή θερμοσίφωνα σαν να κάνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς και ο ειδικευόμενος γιατρός του ΕΣΥ που δουλεύει 60 ώρες τη βδομάδα για 1.200 ευρώ θα παίρνει φακελάκι, και ο ιδιοκτήτης θα σου αυξάνει το νοίκι κάθε χρόνο, θα παίρνεις πρόωρη σύνταξη αλλά θα χρηματοδοτείς το παιδί σου που δεν έχει δουλειά γιατί οι φόροι να πληρώσουμε τη δικιά σου σύνταξη θα κλείσουν τα μαγαζιά που θα δούλευε το παιδί σου, θα δίνεις μάχη για την κλειστή άδεια επαγγέλματος αλλά και στο ταμείο της Εθνικής θα προσλαμβάνουν μόνο τα δικά τους παιδιά και όχι το δικό σου.
Όλες οι μάχες που δίνονται για τη διατήρηση του παρωχημένου και χρεοκοπημένου συστήματος είναι αυτοκαταστροφικές. Δεν έχουν νικητές. Η «νίκη» του καθενός, η διατήρηση του κάθε «κεκτημένου», δημιουργεί συνολική φτώχεια, ακόμα μεγαλύτερη κατάρρευση του συστήματος. Πρέπει να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και να αποδεχτούμε την πραγματικότητα. Να κάνουμε όσα οι διπλανές μας χώρες έχουν κάνει εδώ και 30 χρόνια είναι το λιγότερο, έπρεπε ήδη να το έχουμε κάνει και να αντιμετωπίζαμε τώρα τα προβλήματα της εποχής μας. Εμείς συζητάμε ακόμα τα θέματα που οι ευρωπαϊκές χώρες συζητούσαν τη δεκαετία του ’70 και του ’80. Τα κλειστά επαγγέλματα και τον προστατευτισμό, τα ωράρια των καταστημάτων. Θα σερνόμαστε για χρόνια σε μια μακροχρόνια ύφεση και μιζέρια χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση.
Μια φορά, στην αρχή της περιπέτειας, είχαν ζητήσει από το protagon να απαντήσω στο ερώτημα, ποιες είναι οι 10 πρώτες προτάσεις για να αντιμετωπίσουμε την κρίση. Μου ’πεσε πάλι στα χέρια αυτό το κείμενο τώρα τελευταία και εκείνο που μου έκανε εντύπωση δεν ήταν τόσο ότι απ’ αυτές τις 10 προτάσεις τίποτα, εννοείται, δεν έχει συμβεί. Αλλά ότι τότε, μέσα στο κλίμα της αγανάκτησης και της οργής, ξεκίναγα με την εξής «δοσιλογική» πρόταση: Παρ’ όλο που πιστεύω ότι εμείς, ξέροντας τη χώρα μας, είμαστε οι καταλληλότεροι να πούμε τι φταίει και πώς διορθώνεται, έχω έντονη την επιθυμία να αρχίσω με την προκλητική πρόταση, να κάνουμε ό,τι μας λένε. Γιατί μάντευα το έργο που θα ακολουθήσει. Πελατειακό κράτος, κομματοκρατία, συντεχνιακά συμφέροντα, media του λαϊκισμού, θα δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα της παράνοιας, την ψεύτικη αντίθεση λαός εναντίον ξένων και θα κρύψουν τα προφανή: Αφού όλοι ξέρουμε ότι οι υπόλοιπες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκονται σε καλύτερη θέση από μας, αφού εμείς χρεοκοπήσαμε, ας αρχίσουμε από τα στοιχειώδη. Ας κάνουμε ό,τι έχουν ήδη κάνει αυτοί εδώ και δεκαετίες, στη φορολογία, το ασφαλιστικό, τις αγορές, τους κανόνες εργασίας.
Τέσσερα χρόνια υπερασπιζόμαστε κάθε ελληνική «εξαίρεση», κάθε πατέντα, κάθε ντόπια ευρεσιτεχνία, εναντίον όλων των «κακών» του κόσμου που θέλουν να μας αλλάξουν. Μα αφού είναι τόσο fuckin’ καλά όλα όσα κάναμε, που έλεγε και ο Τζακ Νίκολσον, γιατί είναι τόσο fuckin’ dead; Γιατί χρεοκοπήσαμε;
Αυτό που ενοχλεί περισσότερο με όλους αυτούς που υπερασπίζονται κάθε μέρα την προνομιακή τους θέση στην κοινωνία, δεν είναι τόσο αυτό που θέλουνε αλλά αυτό που λένε. Γιατί τι θέλουν; Να διατηρήσουν κάποιες ρυθμίσεις που προστατεύουν το επάγγελμά τους, αποκλείουν τον ανταγωνισμό, εξασφαλίζουν υψηλά ποσοστά κέρδους. Προνόμια και προσόδους. Εντάξει, όλοι αυτό θα θέλαμε αν μπορούσαμε. Το εκνευριστικό είναι η επιθετική ρητορική, όταν τα προνόμιά τους τα βαφτίζουν λαό, λαϊκούς αγώνες, αντίσταση στα «συμφέροντα». Ως γνωστόν, σ’ αυτή τη χώρα, «συμφέροντα» είναι οι άλλοι. Εμείς ασκούμε λειτούργημα.
Δηλαδή, θέλω να πω, γίνεται λόγος τώρα πάλι για τους φόρους υπέρ τρίτων που σιγά-σιγά και δύσκολα καταργούνται. Αυτούς που όσοι ωφελούνται, κατ’ ευφημισμόν, ονομάζουν «κοινωνικούς φόρους». Θέλουν να πουν ότι η κοινωνία τους πληρώνει για να περνάνε αυτοί καλύτερα. Και κάποιες εφημερίδες γράφουν, «η τρόικα διαλύει τα ταμεία». Αν έρθω τώρα εγώ και πω συγγνώμη, ρε παιδιά, αυτό ήξερα πάντα στη ζωή μου, έτσι τα ’χω κανονίσει, το κεκτημένο μου ήταν ένα ταμείο «ευγενές», καλύτερο από το δικό σας, με καλύτερη περίθαλψη και σύνταξη. Βάσει αυτού ήταν ο προγραμματισμός μου, μήπως να το καθυστερήσουμε λίγο, να το πάμε αργότερα; Δεν θα συμφωνούσες, αλλά θα με ένιωθες. Αν σου ’λεγα όμως, «οι δυνάμεις κατοχής και οι δοσίλογες κυβερνήσεις έχουν βάλει στο στόχαστρο τις συντάξεις του λαού», θα μου ’λεγες, για σιγά, ρε φίλε, εγώ ΙΚΑ είμαι, ανασφάλιστος, άνεργος, ποιος λαός, ίδιος λαός είμαστε και οι δυο, εγώ ανασφάλιστος κι εσύ που φοβάσαι μήπως το ταμείο σου γίνει ίδιο με όλους τους άλλους πληβείους;
Παρ’ όλο που οι ημίτρελοι φωνάζουν ότι η χούντα δεν τελείωσε το ’73, η αλήθεια είναι ότι η Μεταπολίτευση ήταν πολύ «δημοκρατική» περίοδος για τη χώρα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι φαρμακοποιοί και οι γαλακτοπαραγωγοί. Είναι ότι «δημοκρατικά», αναρίθμητα προνόμια, εξαιρέσεις, ειδικές ρυθμίσεις, φόροι υπέρ τρίτων, χιλιάδες προνομιακά «κεκτημένα», έχουν δημιουργήσει σταδιακά μια εφιαλτική κατάσταση όπου όλοι είναι συγχρόνως θύτες και την ίδια στιγμή θύματα. Δεκάδες μικρά καρτέλ, κλειστά επαγγέλματα, κρυφά χαράτσια στα εισιτήρια, τα τσιγάρα, το ψωμί, το οινόπνευμα, την μπίρα, τα έργα των δήμων, τα συμβόλαια, το τσιμέντο, στα εισιτήρια των γηπέδων, τα τεχνικά έργα, τα εισιτήρια των τρένων, στα είδη πολυτελείας, στις δημοσιεύσεις της εφημερίδας της κυβερνήσεως, τη διαφήμιση. Αυξάνουν τις τιμές, δημιουργούν εισοδηματίες του δημοσίου, κάνουν τα επαγγέλματα κληρονομικά, εμποδίζουν τον κόσμο να δουλέψει. Δημιουργούν μια οικονομία αντιπαραγωγική, ελάχιστα ανταγωνιστική και συγχρόνως μια κατάσταση εφιαλτική όπου όλοι αισθάνονται αδικημένοι.
Ακόμα και πριν την κρίση έτσι ήταν. Αυτό που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει, κι αυτό με ευθύνη των πολιτικών κομμάτων και των Μέσων του λαϊκισμού, είναι ότι αν μέχρι τώρα την αντέχαμε, και αυτοί που ήταν μόνο θύματα και ποτέ θύτες ήταν οι λιγότεροι, συνέβαινε γιατί σ’ αυτή τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες μπήκε ένα απίστευτο ποσό χρημάτων που δεν ήταν δικό μας, δεν το παράγαμε. 300 δις δανεικά και άλλα 150 με 200 κοινοτικές επιδοτήσεις, δεν χρησιμοποιήθηκαν για να κάνουν μια οικονομία σύγχρονη που θα μπορούσε να υποστηρίζει τον τρόπο ζωής που θέλουμε, αλλά στην κατανάλωση. Και όλοι, επαγγελματικές ομάδες και άτομα, προσπαθήσαμε να βρούμε τους τρόπους με τους οποίους ευκολότερα θα έχουμε μεγαλύτερο μερίδιο σ’ αυτή τη διανομή ξένων χρημάτων.
Έτσι, ακόμα και σήμερα, που ξέρουμε τι συνέβη, από κεκτημένη ταχύτητα, από συντηρητισμό, προσπαθούμε να διατηρήσουμε τους ίδιους τρόπους εσόδων, τα ίδια μέσα απόκτησής τους, όπως παλιά. Χωρίς να υπάρχουν τα λεφτά. Και αυτό οδηγεί σε μια κατάσταση εφιαλτική. Αυτό που ήδη πριν την κρίση ήταν άδικο και προβληματικό, χωρίς τα δανεικά λεφτά γίνεται αδύνατο, αυτοκαταστροφικό, μια μάχη όλων εναντίον όλων, χωρίς νικητές, μόνο χαμένους. Γιατί η οικονομία αντιδρά, οι άλλες κοινωνικές ομάδες αντιδρούν, δεν υπάρχουν ξύπνιοι μόνο απ’ τη μια πλευρά. Αν εσύ εξασφαλίζεις υψηλό ποσοστό κέρδους στα προϊόντα σου, εγγυημένο απ’ το κράτος, τότε ο υδραυλικός θα σου χρεώνει την επισκευή θερμοσίφωνα σαν να κάνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς και ο ειδικευόμενος γιατρός του ΕΣΥ που δουλεύει 60 ώρες τη βδομάδα για 1.200 ευρώ θα παίρνει φακελάκι, και ο ιδιοκτήτης θα σου αυξάνει το νοίκι κάθε χρόνο, θα παίρνεις πρόωρη σύνταξη αλλά θα χρηματοδοτείς το παιδί σου που δεν έχει δουλειά γιατί οι φόροι να πληρώσουμε τη δικιά σου σύνταξη θα κλείσουν τα μαγαζιά που θα δούλευε το παιδί σου, θα δίνεις μάχη για την κλειστή άδεια επαγγέλματος αλλά και στο ταμείο της Εθνικής θα προσλαμβάνουν μόνο τα δικά τους παιδιά και όχι το δικό σου.
Όλες οι μάχες που δίνονται για τη διατήρηση του παρωχημένου και χρεοκοπημένου συστήματος είναι αυτοκαταστροφικές. Δεν έχουν νικητές. Η «νίκη» του καθενός, η διατήρηση του κάθε «κεκτημένου», δημιουργεί συνολική φτώχεια, ακόμα μεγαλύτερη κατάρρευση του συστήματος. Πρέπει να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και να αποδεχτούμε την πραγματικότητα. Να κάνουμε όσα οι διπλανές μας χώρες έχουν κάνει εδώ και 30 χρόνια είναι το λιγότερο, έπρεπε ήδη να το έχουμε κάνει και να αντιμετωπίζαμε τώρα τα προβλήματα της εποχής μας. Εμείς συζητάμε ακόμα τα θέματα που οι ευρωπαϊκές χώρες συζητούσαν τη δεκαετία του ’70 και του ’80. Τα κλειστά επαγγέλματα και τον προστατευτισμό, τα ωράρια των καταστημάτων. Θα σερνόμαστε για χρόνια σε μια μακροχρόνια ύφεση και μιζέρια χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση.
ΠΗΓΗ athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου