Γράφει ο Γιώργος Παπανικολάου
Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει πολλά πολιτικά προσόντα. Είναι νέος, είναι συμπαθής, είναι και «μπαλκονάτος», ενώ στο πρόσφατο debate για τους υποψήφιους προέδρους της Κομισιόν έδειξε ότι μπορεί να κλέψει τις εντυπώσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Ταυτόχρονα, παρουσιάζει και αξιοσημείωτα χαρίσματα πολιτικής ευελιξίας, όπως φάνηκε καθαρά και με την υποστήριξη του συντηρητικού Γιούνκερ, έναντι των δυνάμεων που θέλουν να δώσουν αλλού την προεδρία, κι όχι στον υποψήφιο του μεγαλύτερου συνασπισμού κομμάτων της Ευρωβουλής.
Επιπλέον, δείχνει να είναι πραγματιστής και φιλόδοξος, στοιχεία απαραίτητα προκειμένου να φτάσει ένας πολιτικός στην άσκηση εξουσίας. Σε πολλά σημεία, πράγματι, δείχνει να μοιάζει με τον Ανδρέα Παπανδρέου στην εποχή της πολιτικής του ακμής, τον οποίο και συχνά θυμίζει, ιδίως στις προεκλογικές του εμφανίσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένα άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά, με δόσεις «real politic» όπως αυτό που φαίνεται να συμβαίνει τις τελευταίες μέρες, δείχνει απόλυτα φυσικό. Eντούτοις, οι πιθανότητες επιτυχίας μοιάζουν να είναι περιορισμένες, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του κ. Τσίπρα και του επιτελείου του.
Προ μηνών, όταν κάποια μυστικά γκάλοπ έδιναν μεγάλο προβάδισμα στον ΣΥΡΙΖΑ για τις ευρωεκλογές (με αποτέλεσμα στη Νέα Δημοκρατία να συζητιούνται σενάρια τριπλών εκλογών) το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φάνηκε για ένα διάστημα να κάνει πρόβα στο κοστούμι της εξουσίας.
Τότε, γίνονταν δηλώσεις που έδειχναν καθαρά τάσεις στρογγυλοποίησης του πολιτικού του λόγου, προκειμένου να καθησυχαστούν οι πιο συντηρητικοί ψηφοφόροι.
Η στροφή αυτή δεν κράτησε πολύ. Στο μεσοδιάστημα υπήρξαν δύο εξελίξεις. Η μία αφορούσε την εσωκομματική αντίδραση της πτέρυγας των «σκληρών» αριστερών, ενώ η άλλη τη συγκρότηση του Ποταμιού, ενός κόμματος που όπως φάνηκε λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό σαν απορροφητήρας δυσαρεστημένων ψηφοφόρων ενός μέρους του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ.
Κι έτσι ο κ. Τσίπρας βρέθηκε μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης.
Λίγο-πολύ, η ίδια κατάσταση επικρατεί και σήμερα.
Το αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών έδειξε ότι ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ πάρει αντίστοιχο ποσοστό σε εθνικές εκλογές, με δεδομένη την άρνηση του ΚΚΕ σε οποιαδήποτε συνεργασία, η κατάκτηση της εξουσίας περνά μέσα από τη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ-Ελιά, ιδανικά και με το Ποτάμι, παρότι η δυναμική του τελευταίου έδειξε να φθίνει προς το τέλος του προεκλογικού διαστήματος, σε βαθμό που να δημιουργεί ερωτήματα για την αντοχή που θα επιδείξει στον χρόνο.
Κατά πάσα πιθανότητα, αυτές οι εξελίξεις αναζωπύρωσαν τη διάθεση του ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασίες, σε πιο μετριοπαθείς πολιτικούς άξονες. Θα ήταν άλλωστε πολιτικά ακατανόητο σε μια περίοδο όπου φαίνεται να εξελίσσονται έντονες προσπάθειες «ώσμωσης» στην αντιπέρα όχθη, ο ΣΥΡΙΖΑ να μείνει αμέτοχος.
Από τη διάθεση όμως μέχρι το αποτέλεσμα η απόσταση παραμένει μεγάλη. Το μεγάλο πρόβλημα του κ. Τσίπρα είναι ότι αντίθετα με τον Ανδρέα Παπανδρέου της εποχής στην οποία γιγαντώθηκε το πάλαι ποτέ Κίνημα ο ίδιος ούτε έχει κεντροαριστερές καταβολές (σ.σ. θεωρείται πιο εύκολο για κεντρώους πολιτικούς να συσπειρώσουν δυνάμεις που κινούνται προς τα άκρα, παρά το αντίθετο) ούτε ελέγχει τον ΣΥΡΙΖΑ με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ έλεγχε το δικό του.
Κι έτσι είναι υποχρεωμένος να κοιτά προς την αριστερότερη πτέρυγα του κόμματός του, η οποία και τον ανέδειξε, έστω κι αν γνωρίζει ότι η επιρροή της στη βάση του 26,6% είναι περιορισμένη. Διότι δεν συμβαίνει το ίδιο με την ισχύ της στους μηχανισμούς και στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί η επιρροή της είναι αρκετά υψηλή για να την καθιστά υπολογίσιμο αντίπαλο, όπως εύλογα υψηλή, σε βαθμό που να την καθιστά και κυβερνητικά… επικίνδυνη, ενδέχεται να είναι και η εμβέλειά της στους βουλευτές μιας επόμενης Βουλής.
Όσο κι αν φαίνεται λοιπόν εκ πρώτης όψεως παράδοξο, δεδομένης της «επαναστατικότητας» που συχνά προτάσσει ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, η δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει υπό την ηγεσία του φαίνεται ότι θα εξαρτηθεί στην πράξη από την ικανότητα του ιδίου και της ηγετικής του ομάδας να «συνθέσουν» απόψεις και να απορροφήσουν κραδασμούς, να δημιουργήσουν ευρύτερες «συναινέσεις».
Έργο που, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν φαίνεται καθόλου εύκολο.
Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει πολλά πολιτικά προσόντα. Είναι νέος, είναι συμπαθής, είναι και «μπαλκονάτος», ενώ στο πρόσφατο debate για τους υποψήφιους προέδρους της Κομισιόν έδειξε ότι μπορεί να κλέψει τις εντυπώσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Ταυτόχρονα, παρουσιάζει και αξιοσημείωτα χαρίσματα πολιτικής ευελιξίας, όπως φάνηκε καθαρά και με την υποστήριξη του συντηρητικού Γιούνκερ, έναντι των δυνάμεων που θέλουν να δώσουν αλλού την προεδρία, κι όχι στον υποψήφιο του μεγαλύτερου συνασπισμού κομμάτων της Ευρωβουλής.
Επιπλέον, δείχνει να είναι πραγματιστής και φιλόδοξος, στοιχεία απαραίτητα προκειμένου να φτάσει ένας πολιτικός στην άσκηση εξουσίας. Σε πολλά σημεία, πράγματι, δείχνει να μοιάζει με τον Ανδρέα Παπανδρέου στην εποχή της πολιτικής του ακμής, τον οποίο και συχνά θυμίζει, ιδίως στις προεκλογικές του εμφανίσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένα άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά, με δόσεις «real politic» όπως αυτό που φαίνεται να συμβαίνει τις τελευταίες μέρες, δείχνει απόλυτα φυσικό. Eντούτοις, οι πιθανότητες επιτυχίας μοιάζουν να είναι περιορισμένες, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του κ. Τσίπρα και του επιτελείου του.
Προ μηνών, όταν κάποια μυστικά γκάλοπ έδιναν μεγάλο προβάδισμα στον ΣΥΡΙΖΑ για τις ευρωεκλογές (με αποτέλεσμα στη Νέα Δημοκρατία να συζητιούνται σενάρια τριπλών εκλογών) το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φάνηκε για ένα διάστημα να κάνει πρόβα στο κοστούμι της εξουσίας.
Τότε, γίνονταν δηλώσεις που έδειχναν καθαρά τάσεις στρογγυλοποίησης του πολιτικού του λόγου, προκειμένου να καθησυχαστούν οι πιο συντηρητικοί ψηφοφόροι.
Η στροφή αυτή δεν κράτησε πολύ. Στο μεσοδιάστημα υπήρξαν δύο εξελίξεις. Η μία αφορούσε την εσωκομματική αντίδραση της πτέρυγας των «σκληρών» αριστερών, ενώ η άλλη τη συγκρότηση του Ποταμιού, ενός κόμματος που όπως φάνηκε λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό σαν απορροφητήρας δυσαρεστημένων ψηφοφόρων ενός μέρους του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ.
Κι έτσι ο κ. Τσίπρας βρέθηκε μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης.
Λίγο-πολύ, η ίδια κατάσταση επικρατεί και σήμερα.
Το αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών έδειξε ότι ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ πάρει αντίστοιχο ποσοστό σε εθνικές εκλογές, με δεδομένη την άρνηση του ΚΚΕ σε οποιαδήποτε συνεργασία, η κατάκτηση της εξουσίας περνά μέσα από τη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ-Ελιά, ιδανικά και με το Ποτάμι, παρότι η δυναμική του τελευταίου έδειξε να φθίνει προς το τέλος του προεκλογικού διαστήματος, σε βαθμό που να δημιουργεί ερωτήματα για την αντοχή που θα επιδείξει στον χρόνο.
Κατά πάσα πιθανότητα, αυτές οι εξελίξεις αναζωπύρωσαν τη διάθεση του ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασίες, σε πιο μετριοπαθείς πολιτικούς άξονες. Θα ήταν άλλωστε πολιτικά ακατανόητο σε μια περίοδο όπου φαίνεται να εξελίσσονται έντονες προσπάθειες «ώσμωσης» στην αντιπέρα όχθη, ο ΣΥΡΙΖΑ να μείνει αμέτοχος.
Από τη διάθεση όμως μέχρι το αποτέλεσμα η απόσταση παραμένει μεγάλη. Το μεγάλο πρόβλημα του κ. Τσίπρα είναι ότι αντίθετα με τον Ανδρέα Παπανδρέου της εποχής στην οποία γιγαντώθηκε το πάλαι ποτέ Κίνημα ο ίδιος ούτε έχει κεντροαριστερές καταβολές (σ.σ. θεωρείται πιο εύκολο για κεντρώους πολιτικούς να συσπειρώσουν δυνάμεις που κινούνται προς τα άκρα, παρά το αντίθετο) ούτε ελέγχει τον ΣΥΡΙΖΑ με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ έλεγχε το δικό του.
Κι έτσι είναι υποχρεωμένος να κοιτά προς την αριστερότερη πτέρυγα του κόμματός του, η οποία και τον ανέδειξε, έστω κι αν γνωρίζει ότι η επιρροή της στη βάση του 26,6% είναι περιορισμένη. Διότι δεν συμβαίνει το ίδιο με την ισχύ της στους μηχανισμούς και στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί η επιρροή της είναι αρκετά υψηλή για να την καθιστά υπολογίσιμο αντίπαλο, όπως εύλογα υψηλή, σε βαθμό που να την καθιστά και κυβερνητικά… επικίνδυνη, ενδέχεται να είναι και η εμβέλειά της στους βουλευτές μιας επόμενης Βουλής.
Όσο κι αν φαίνεται λοιπόν εκ πρώτης όψεως παράδοξο, δεδομένης της «επαναστατικότητας» που συχνά προτάσσει ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, η δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει υπό την ηγεσία του φαίνεται ότι θα εξαρτηθεί στην πράξη από την ικανότητα του ιδίου και της ηγετικής του ομάδας να «συνθέσουν» απόψεις και να απορροφήσουν κραδασμούς, να δημιουργήσουν ευρύτερες «συναινέσεις».
Έργο που, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν φαίνεται καθόλου εύκολο.
ΠΗΓΗ euro2day.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου