Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΣΥΝΑΡΤΗΣΙΑΣ...

Το πιο βολικό άλλοθι για την μη πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων είναι αυτό του «πολλαπλασιαστή» που χρησιμοποιεί το ΔΝΤ.

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Όντως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έκανε ένα σοβαρό λάθος στην ελληνική περίπτωση. Θεώρησε ότι, επειδή η ελληνική οικονομία συμμετείχε στην ευρωζώνη και η Ελλάδα ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από το 1981, είχε να κάνει με μια συνηθισμένη δυτικού τύπου οικονομία. Οδυνηρό λάθος.

Η ελληνική οικονομία, από πολλές πλευρές είχε και έχει περισσότερα κοινά γνωρίσματα με τις πρώην κομμουνιστικού τύπου οικονομίες της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης, παρά με δυτική οικονομική οντότητα. Η παραοικονομία, η κλεπτοκρατία, η εκτεταμένη κρατική παρέμβαση και η πολύ χαμηλή ανταγωνιστικότητα, σε συνδυασμό με μία αναποτελεσματική και διεφθαρμένη γραφειοκρατία, ήταν τα πιο αδρά χαρακτηριστικά των οικονομιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι οποίες πέρασαν δύσκολες περιόδους προσαρμογής μετά την κατάρρευση των καθεστώτων. Κατά κύριο δε λόγο, το μεγάλο πρόβλημα των χωρών αυτών ήταν η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους, η οποία αποτελεί και την βασικότερη προϋπόθεση για την πορεία μιας οικονομίας προς την ανάπτυξη.

Όπως αναγνωρίζεται από τις περισσότερες σχολές οικονομικής σκέψης, το ανταγωνιστικό ρυθμιστικό πλαίσιο κάθε χώρας, στον βαθμό που διευκολύνει την ανάπτυξη ανταγωνιστικών συνθηκών στην λειτουργία των βασικών της αγορών, συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων και ενισχύει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και την κοινωνική ευημερία. Η εξασφάλιση της λειτουργίας υγιών ανταγωνιστικών συνθηκών σε όλους τους κλάδους αποτελεί την ισχυρότερη βάση για την βελτιστοποίηση της κατανομής των παραγωγικών πόρων στην οικονομία και για την ενίσχυση των κινήτρων που οδηγούν σε ταχύτερη ανάπτυξη προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Γενικά, ο ανταγωνισμός αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα του οικονομικού περιβάλλοντος της χώρας, που προσδιορίζεται επίσης από τα βασικά συγκριτικά της πλεονεκτήματα και από τον βαθμό αναπτύξεως της οικονομικής και κοινωνικής της υποδομής. Αυτό το περιβάλλον μπορεί να είναι φιλικό για την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης στην χώρα, ή μπορεί να είναι αρνητικό και να καθιστά την χώρα μη ελκυστική ως τόπο εγκαταστάσεως επενδύσεων, εγχώριων και ξένων.

Αυτό το περιβάλλον, λοιπόν, στην Ελλάδα –όπου η οικονομική ύφεση ήταν παρούσα από το 2008– βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, με τον κρατισμό και τις ανελαστικότητές του να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων. Ο ανταγωνισμός απουσίαζε από πολλούς κλάδους της οικονομίας, κυρίως δε από τις συγκοινωνίες, τις μεταφορές, την εκπαίδευση, την χρηματοδότηση του αγροτικού τομέα, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και το Σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Ακόμα χειρότερα, η κυβέρνηση του Γιώργου Α. Παπανδρέου πρότεινε και υπέγραψε μνημόνια με μοναδικό κίνητρο να καλύψει δανειακές ανάγκες, παρά να πραγματοποιήσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι, αντί να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες προτίμησε να διαλύσει τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, γεγονός που οδήγησε και σε τεράστια φυγή κεφαλαίων από την Ελλάδα. Οι εκτεθειμένες σε τοξικά κρατικά ομόλογα τράπεζες έγιναν και αυτές με την σειρά τους προβληματικές, με αποτέλεσμα η οικονομία να αντιμετωπίζει σοβαρότατο και οξύτατο πρόβλημα ρευστότητας. Εξ αυτού δε του προβλήματος ενισχύεται η φοροδιαφυγή και υποφέρουν τα δημόσια έσοδα.

Αυτό σημαίνει ότι, αν ζητηθεί από το ΔΝΤ να αλλάξει ο πολλαπλασιαστής δημοσιονομικής προσαρμογής, τότε η Ελλάδα θα αποκλειστεί για μία μακρά περίοδο από τις αγορές, θα χρειαστεί νέο «κούρεμα» του χρέους της και, ως εκ τούτου, οι απαραίτητες για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της μεταρρυθμίσεις θα μετατεθούν άγνωστο για πόσο χρόνο.

Όσοι ασχολούνται με την οικονομία και κυρίως με την μακροοικονομική της διάσταση, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο πολλαπλασιαστής εξαρτάται από την σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, με τις σχετικές μελέτες να δείχνουν ότι τα προγράμματα που βασίζονται στις περικοπές δαπανών έχουν μικρότερη αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ και άρα μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας από τα αντίστοιχα που στηρίζονται στην αύξηση των φόρων. Ο ίδιος ο Κέϋνς, αν ζούσε, θα εξηγούσε σε αυτούς που συνεχώς τον επικαλούνται ότι το ελληνικό μείγμα δημοσιονομικής προσαρμογής με βασικό κριτήριο την διατήρηση συντεχνιακών συμφερόντων ξεφεύγει πλήρως της περίφημης κεϋνσιανής θεωρίας του πολλαπλασιαστή.

ΠΗΓΗ  europeanbusiness.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: