Γράφει η Λίνα Παπαδάκη
Η παρανόηση είχε ξεκινήσει, σχεδόν, με τη γέννηση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Τότε που φάνηκε πολύ φυσικό, σε έναν νέο χώρο που παραχωρήθηκε στον δημόσιο διάλογο - δηλαδή, τα πάνελ και τα τηλεοπτικά παράθυρα - να μεταφερθούν και οι ακροαματικές διαδικασίες των δικαστικών αιθουσών. Θεωρήθηκε περίπου αυτονόητο ότι το ιερό δικαίωμα του κατηγορουμένου σε υπεράσπιση απέναντι στον φυσικό του δικαστή, να περιλαμβάνει - στην ίδια τιμή φαντάζομαι - και την υπεράσπιση ενώπιον του φυσικού του τηλεθεατή. Γρήγορα κι αποτελεσματικά έφτιαχνε όνομα ο επαγγελματίας, έκανε νούμερα η εκπομπή. Όσο πιο αποκαλυπτική η δικογραφία, τόσο πιο «καλή» και η agb.
Η πρώτη περίπτωση που θυμάμαι - το 1995 - είχε όλη τη γραφικότητα ενός δημόσιου διαζυγίου (έμεινε στην ιστορία ως "υπόθεση Τόλη - Τζούλιας") και ήταν σχετικά ανώδυνη. Μας εισήγαγε όμως στο δράμα, με λαμπερούς πρωταγωνιστές και ισχυρούς επιστήμονες του δικαίου, σε μια παράσταση μπροστά σε ανομοιογενές κοινό, τεράστιο. Δεν φάνηκαν τότε οι κίνδυνοι του φαινομένου, αφού ο διασυρμός έγινε κοινή συναινέσει. Σε επόμενες όμως περιπτώσεις, όταν σημαντικά γεγονότα του δημόσιου βίου, με δικαστική διάσταση, εγκαταστάθηκαν στο τηλεοπτικό στασίδι, διαπιστώσαμε το μεγάλο πρόβλημα. Οι δικηγόροι (συνήθως οι ίδιοι και οι ίδιοι, γι' αυτό και οι περισσότεροι τηλεοπτικοί αστέρες πια) μιλούν στον δημοσιογράφο σαν να μιλούν στον δικαστή.
Ο διάλογος στις δικαστικές αίθουσες ανήκει μόνο εκεί. Οι δικηγόροι είναι υποχρεωμένοι να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια που τους δίνει ο νόμος και η λογική για να υπερασπιστούν τον πελάτη τους, ενώ καμιά φορά προχωρούν και πέρα από 'κει. Αυτό, όσο κατανοητό και φυσιολογικό φαίνεται μέσα στο δικαστήριο, τόσο επικίνδυνο γίνεται έξω από αυτό, αφού ο λόγος τους, όταν απευθύνεται πια στην κοινωνία, έχει άλλη βαρύτητα. Επαγγελματικά μονομερής, επιφανειακά στοιχειοθετημένος, συσκοτισμένος με νομικούρες, μπορεί να γίνει πειστικός στον αμέτοχο τηλεθεατή και να παραγάγει τέρατα. Δεν μπορεί όλοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι ο κύριος συνήγορος θα έλεγε τα ακριβώς αντίθετα, αν τον είχε προσλάβει ο αντίδικος. Έτσι, ο επαγγελματισμός του μπορεί να εκληφθεί ως ειλικρινής ιδεολογία και να πείσει.
Ο κ. Φραγκίσκος Ραγκούσης δεν είναι τωρινή παρουσία. Αυτή τη φορά μας συστήνεται ως συνήγορος του Βλαστού και υπεραμύνεται του δικαιώματος του βαρυποινίτη να αποδράσει ειρηνικά. Ο Παναγιώτης Βλαστός δεν είναι πρεζόνι, ούτε φτωχοδιάβολος, ούτε μπουκαδόρος. Τότε κι εγώ θα συμφωνούσα ότι τέτοιους παρανόμους προτιμάς να τους αφήσεις από να τους πυροβολήσεις. Ο πελάτης του κ. Ραγκούση, όμως, είναι από τους πιο διαβόητους εγκληματίες της χώρας και είναι σίγουρο ότι αν αποδράσει θα πάρει στο λαιμό του πολύ κόσμο και θα ανοίξει τον δρόμο σε ομοιόβαθμους συναδέλφους του να κάνουν το ίδιο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά νομίζω ότι ο ίδιος ευγνωμονεί τη φρουρά των φυλακών Τρικάλων που, τέτοιος που είναι, μετά από τέτοιο επεισόδιο, δεν δέχτηκε ούτε σφαίρα. Kι εμείς οι υπόλοιποι, γιατί δεν άνοιξε ρουθούνι. Όσο και αν ωρύεται στα παράθυρα ο δικηγόρος του, ο Βλαστός είναι μεγάλο παιδί και ξέρει τους νόμους του παιχνιδιού. Όμως, τη στιγμή που ο Βλαστός ονειρεύεται να γίνει Παλαιοκώστας, ο δικηγόρος του, ο κ. Ραγκούσης, με έναν τρόπο «πολιτεύεται», διαπαιδαγωγεί ένα κοινό και παράγει λανθασμένη αντισυστημική ιδεολογία, σε μια εποχή που το εύκολο είναι να είσαι ή με τους μεν ή με τους δε. Ενδιάμεσα, κενό. Το είχε κάνει και στο παρελθόν, στην αντίθετη κατεύθυνση. Αλλά τότε τον πλήρωνε ο έκπτωτος, λόγω σκανδάλων, Πατριάρχης Ιεροσολύμων.
ΠΗΓΗ protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου