Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Ο κ. Βορίδης απέδωσε στον Ανδρέα Παπανδρέου και στη δεκαετία του ογδόντα όλα τα οικεία δεινά. Εξέφρασε με άλλα λόγια δημοσία αυτό που πολλοί σκέφτονται κατ’ ιδίαν χωρίς να είναι απαραιτήτως ομοϊδεάτες του κ. Βορίδη. Παρέλειψε, βέβαια, να προσθέσει ότι μεγάλο μέρος των δεινών που άφησε πίσω του ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν το ύφος ενός είδους πολιτικής, το οποίο πέρασε σαν μολυσματική ασθένεια σε όλο το φάσμα της πολιτικής τάξης. Αναφέρομαι κυρίως στη μεσσιανική δημοκοπία της «ελληνικής εξαίρεσης», της πίστης ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που ανήκει μόνον στον εαυτό της, στην ιδιοσυγκρασία της και στις α πριόρι δίκαιες ιδιοτροπίες της. Οι κανόνες είναι για τους άλλους. Εμείς θα ζήσουμε και θα μεγαλουργήσουμε ως εξαιρέσεις.
Ο κ. Βορίδης έπληξε το τοτέμ του ελληνικού σοσιαλισμού και των λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων. Το δε πλήγμα, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε ρίγη φρίκης και ανατριχίλας στους κύκλους των πιστών. Υπενθυμίζοντας το ακροδεξιό παρελθόν του κ. Βορίδη κατακεραύνωσαν τον ασεβή ως ανιστόρητο και ιδιοτελώς υποκινούμενο, εν μέσω μιας πολιτικής ζωής που τη χαρακτηρίζει η ανιδιοτέλεια και το αίσθημα της ιστορικής δικαιοσύνης. Ως και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τηλεφώνησε στον πρόεδρο της κυβέρνησης, υποθέτω για να διευκρινίσει ότι, όταν συμφώνησαν να καταγγείλουν τον Παπανδρέου, δεν εννοούσαν τον πατέρα, ούτε τον πάππο, αλλά τον εγγονό και τον υιό. Θα του θύμισε ότι όταν «αυτός» -εννοεί τον ακατονόμαστο ΓΑΠ- εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, συγκεντρωμένοι οπαδοί φώναζαν «Ανδρέα, ζεις, εσύ μας οδηγείς», όμως, επειδή μερικοί ηλίθιοι τους μπέρδεψαν, δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους μπερδεύουμε κι εμείς.
Ο κ. Βορίδης την αναφορά την έκανε για να υπενθυμίσει ότι το κόμμα του, η Νέα Δημοκρατία, μπορεί μεν να συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ταυτίζονται ιδεολογικά. Επεσήμανε δηλαδή με τον τρόπο του αυτό που δεν χάνει ευκαιρία να επισημαίνει ο κ. Βενιζέλος, και μέχρι πρότινος, όσο συμμετείχε στην κυβέρνηση, ο κ. Κουβέλης. Ουδέν το μεμπτόν, με μία διαφορά. Στις συνθήκες της κρίσης, όταν όσοι θέλουν να επιβιώσουν οφείλουν να αναθεωρήσουν στερεότυπα και κεκτημένες πεποιθήσεις, οι ιδεολογικές διακρίσεις θα ήσαν χρησιμότερες αν διαμόρφωναν κάποια μελλοντική προοπτική, αντί να περιορίζονται σε σχολιασμό του παρελθόντος. Οσο χρήσιμο κι αν είναι αυτό, ας το αφήσουμε στους σχολιαστές και τους ιστορικούς, όπως σημείωσε σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Υπάρχει και ένα παράπλευρο κέρδος από την παρέμβαση του κ. Βορίδη. Αρκεί, βέβαια, να το συνειδητοποιήσουν όσοι οραματίζονται την ανασύσταση ή μάλλον τη συγκρότηση κάποιας «Κεντροαριστεράς». Διότι, αν όντως την επιθυμούν και δεν τη φαντασιώνονται χάριν πολιτικής ευφωνίας, οφείλουν να αποκαθηλώσουν τα τοτέμ του ελληνικού σοσιαλισμού. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, που καλλιέργησε εθνικιστική ρητορική σε συνδυασμό με αντανακλαστικά αριστερής ρήξης με το «σύστημα» -ποιο σύστημα άραγε;- πάθαινε αλλεργία ακόμη και με τον όρο Κεντροαριστερά. Η ηγεμονία του στον πέραν της Νέας Δημοκρατίας χώρο απέτρεψε και τη δημιουργία ενός πραγματικού κεντροαριστερού πόλου, ο οποίος άρχισε να διαφαίνεται επί Κώστα Σημίτη. Πνίγηκε όμως στους αρχαϊσμούς ενός ΠΑΣΟΚ, το οποίο, προκειμένου να αποφύγει τις ευθύνες της δημιουργίας, επέλεγε πάντα το τελετουργικό της λατρείας στα αφυδατωμένα του τοτέμ.
Η ελληνική κοινωνία του 2013 δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική κοινωνία του 1981. Η Κεντροαριστερά, αν θέλει να παίξει κάποιον ρόλο το 2013, θα πρέπει να ξεχάσει την Αριστερά του 1981. Και βέβαια, να απαλλαγεί από τη νοσταλγία της μεσσιανικής ηγεμονίας του Ανδρέα Παπανδρέου, την οποία ενσαρκώνει χωρίς την πολιτική ευφυΐα του πρωτότυπου ο κ. Τσίπρας.
Ο κ. Βορίδης απέδωσε στον Ανδρέα Παπανδρέου και στη δεκαετία του ογδόντα όλα τα οικεία δεινά. Εξέφρασε με άλλα λόγια δημοσία αυτό που πολλοί σκέφτονται κατ’ ιδίαν χωρίς να είναι απαραιτήτως ομοϊδεάτες του κ. Βορίδη. Παρέλειψε, βέβαια, να προσθέσει ότι μεγάλο μέρος των δεινών που άφησε πίσω του ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν το ύφος ενός είδους πολιτικής, το οποίο πέρασε σαν μολυσματική ασθένεια σε όλο το φάσμα της πολιτικής τάξης. Αναφέρομαι κυρίως στη μεσσιανική δημοκοπία της «ελληνικής εξαίρεσης», της πίστης ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που ανήκει μόνον στον εαυτό της, στην ιδιοσυγκρασία της και στις α πριόρι δίκαιες ιδιοτροπίες της. Οι κανόνες είναι για τους άλλους. Εμείς θα ζήσουμε και θα μεγαλουργήσουμε ως εξαιρέσεις.
Ο κ. Βορίδης έπληξε το τοτέμ του ελληνικού σοσιαλισμού και των λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων. Το δε πλήγμα, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε ρίγη φρίκης και ανατριχίλας στους κύκλους των πιστών. Υπενθυμίζοντας το ακροδεξιό παρελθόν του κ. Βορίδη κατακεραύνωσαν τον ασεβή ως ανιστόρητο και ιδιοτελώς υποκινούμενο, εν μέσω μιας πολιτικής ζωής που τη χαρακτηρίζει η ανιδιοτέλεια και το αίσθημα της ιστορικής δικαιοσύνης. Ως και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τηλεφώνησε στον πρόεδρο της κυβέρνησης, υποθέτω για να διευκρινίσει ότι, όταν συμφώνησαν να καταγγείλουν τον Παπανδρέου, δεν εννοούσαν τον πατέρα, ούτε τον πάππο, αλλά τον εγγονό και τον υιό. Θα του θύμισε ότι όταν «αυτός» -εννοεί τον ακατονόμαστο ΓΑΠ- εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, συγκεντρωμένοι οπαδοί φώναζαν «Ανδρέα, ζεις, εσύ μας οδηγείς», όμως, επειδή μερικοί ηλίθιοι τους μπέρδεψαν, δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους μπερδεύουμε κι εμείς.
Ο κ. Βορίδης την αναφορά την έκανε για να υπενθυμίσει ότι το κόμμα του, η Νέα Δημοκρατία, μπορεί μεν να συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ταυτίζονται ιδεολογικά. Επεσήμανε δηλαδή με τον τρόπο του αυτό που δεν χάνει ευκαιρία να επισημαίνει ο κ. Βενιζέλος, και μέχρι πρότινος, όσο συμμετείχε στην κυβέρνηση, ο κ. Κουβέλης. Ουδέν το μεμπτόν, με μία διαφορά. Στις συνθήκες της κρίσης, όταν όσοι θέλουν να επιβιώσουν οφείλουν να αναθεωρήσουν στερεότυπα και κεκτημένες πεποιθήσεις, οι ιδεολογικές διακρίσεις θα ήσαν χρησιμότερες αν διαμόρφωναν κάποια μελλοντική προοπτική, αντί να περιορίζονται σε σχολιασμό του παρελθόντος. Οσο χρήσιμο κι αν είναι αυτό, ας το αφήσουμε στους σχολιαστές και τους ιστορικούς, όπως σημείωσε σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Υπάρχει και ένα παράπλευρο κέρδος από την παρέμβαση του κ. Βορίδη. Αρκεί, βέβαια, να το συνειδητοποιήσουν όσοι οραματίζονται την ανασύσταση ή μάλλον τη συγκρότηση κάποιας «Κεντροαριστεράς». Διότι, αν όντως την επιθυμούν και δεν τη φαντασιώνονται χάριν πολιτικής ευφωνίας, οφείλουν να αποκαθηλώσουν τα τοτέμ του ελληνικού σοσιαλισμού. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, που καλλιέργησε εθνικιστική ρητορική σε συνδυασμό με αντανακλαστικά αριστερής ρήξης με το «σύστημα» -ποιο σύστημα άραγε;- πάθαινε αλλεργία ακόμη και με τον όρο Κεντροαριστερά. Η ηγεμονία του στον πέραν της Νέας Δημοκρατίας χώρο απέτρεψε και τη δημιουργία ενός πραγματικού κεντροαριστερού πόλου, ο οποίος άρχισε να διαφαίνεται επί Κώστα Σημίτη. Πνίγηκε όμως στους αρχαϊσμούς ενός ΠΑΣΟΚ, το οποίο, προκειμένου να αποφύγει τις ευθύνες της δημιουργίας, επέλεγε πάντα το τελετουργικό της λατρείας στα αφυδατωμένα του τοτέμ.
Η ελληνική κοινωνία του 2013 δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική κοινωνία του 1981. Η Κεντροαριστερά, αν θέλει να παίξει κάποιον ρόλο το 2013, θα πρέπει να ξεχάσει την Αριστερά του 1981. Και βέβαια, να απαλλαγεί από τη νοσταλγία της μεσσιανικής ηγεμονίας του Ανδρέα Παπανδρέου, την οποία ενσαρκώνει χωρίς την πολιτική ευφυΐα του πρωτότυπου ο κ. Τσίπρας.
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου