του Ν.Γ. Δρόσου
Είναι παντελώς αδιανόητο και κοινωνικά ανάλγητο, σε συνθήκες πρωτοφανούς ύφεσης και καλπάζουσας ανεργίας για τη χώρα να προτείνονται αυξήσεις, μεσοσταθμικά της τάξης του 25% και σε περιπτώσεις έως και 48,7% στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος.
Την ίδια ώρα που οι επιχειρήσεις κλείνουν κατά χιλιάδες, οι άνεργοι υπερβαίνουν τα 1,3 εκατομμύρια και όσοι έχουν εργασία ή είναι στη σύνταξη πασχίζουν να «βγάλουν» το μήνα, υπό το βάρος της υπερφορολόγησης και της δραστικής περικοπής αποδοχών, οι προτεινόμενες από τη διοίκηση της ΔΕΗ αυξήσεις τιμολογίων συνιστούν ύβρη κατά ολόκληρης της κοινωνίας.
Το να προτείνεται, δε, η σταδιακή έναρξη εφαρμογής τους από 1.1.2013, δηλαδή στην καρδιά του χειμώνα, όταν ένα στα δύο νοικοκυριά δεν διανοείται καν να αγοράσει πετρέλαιο και έχει καταφύγει στη χρήση ηλεκτρικών συσκευών για τη θέρμανσή του, αποτελεί προσβολή στην ύβρη.
Όχι μόνον αυξήσεις όπως αυτές δεν πρέπει να γίνουν δεκτές, αλλά αποτελούν ικανή και αρκετή αιτία για να ζητηθούν οι παραιτήσεις όσων τις πρότειναν.
Εάν η ΔΕΗ αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας ή οικονομικών αποτελεσμάτων, ας προσπαθήσει να βρει από αλλού τη λύση.
Ας περιορίσει τις δαπάνες της και τα λειτουργικά της κόστη, ας κόψει τις επιδοτήσεις των συνδικαλιστών και όσων άλλων την απομυζούν, αλλά, ας αφήσει ήσυχους τους καταναλωτές, μικρούς ή μεγάλους, που πασχίζουν να επιβιώσουν εν μέσω κρίσης.
Η επίκληση, δε, του επιχειρήματος ότι οι αυξήσεις αυτές προτείνονται ενόψει της επικείμενης απελευθέρωσης των τιμολογίων συνιστά εμπαιγμό και υποτιμά τη νοημοσύνη του καθενός, δεδομένου, ότι η ΔΕΗ συνεχίζει να είναι μια επιχείρηση η οποία, βάσει οποιουδήποτε ορισμού, συνεχίζει να λειτουργεί μονοπωλιακά στην ελληνική αγορά ενέργειας.
Εάν η κυβέρνηση επιθυμεί πράγματι να απελευθερώσει την ελληνική αγορά ενέργειας και να ανταποκριθεί τόσο στις μνημονιακές της δεσμεύσεις όσο και στις ανάγκες της αγοράς, οφείλει να προχωρήσει στην πλήρη ιδιωτικοποίηση του τομέα, βάσει ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα διασφαλίζει την πιστή τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού και την πάταξη της ασυδοσίας, κρατικής ή ιδιωτικής.
Ταυτόχρονα, οφείλει μία και διά παντός να διαχωρίσει όχι μόνον τα φορολογικά βάρη που σχετίζονται με τα τιμολόγια ρεύματος αλλά το σύνολο των τελών και λοιπών χρεώσεων που ενσωματώνονται σήμερα σε αυτά και έχουν οδηγήσει το κόστος του ρεύματος να αποτελεί μόνον ένα μικρό ποσοστό του συνολικού ποσού που καλούνται να πληρώσουν οι καταναλωτές.
Έλεος, πια, με αυτήν την ιστορία της ΔΕΗ και των χρεώσεων που καλείται να πληρώσει ο κάθε μισθωτός, συνταξιούχος, επαγγελματίας ή επιχειρηματίας σε αυτόν τον τόπο, για να συντηρήσει τον λευκό ελέφαντα που λέγεται ΔΕΗκαι να εξυπηρετήσει τις φορομπηχτικές διαθέσεις της κάθε κυβέρνησης.
Εντέλει, εάν η παρούσα κυβέρνηση επιθυμεί να δει ο τόπος μια άσπρη ημέρα, ας ανοίξει την αγορά, βάσει ενός σαφούς, απλού αλλά αυστηρά επιτηρούμενου πλαισίου κανόνων και ας αφήσει τις τιμές να διαμορφωθούν ελεύθερα, σύμφωνα με τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού.
Σε όποιο περιτύλιγμα και εάν επιχειρήσει να τυλίξει τις προτεινόμενες αυξήσεις, αλλά και συνολικά τον τρόπο με τον οποίο εκπονούνται σήμερα τα τιμολόγια της ΔΕΗ, δεν θα καταφέρει να πείσει τον οποιονδήποτε καλόπιστο, ότι αυτά δεν συνιστούν μια στρέβλωση στην αγορά και μια κατάφορη αδικία για τον κάθε καταναλωτή.
Σε μια χώρα, στην οποία, πέραν των οποιωνδήποτε αλχημειών και υπολογιστικών τύπων, το «κόστος του ρεύματος» παραμένει ο «μεγάλος άγνωστος», είναι, τουλάχιστον, υποκριτικό να προωθούνται αυξήσεις τιμολογίων με την επίκληση της «απελευθέρωσης της αγοράς».
Ποιάς απελευθέρωσης και ποιάς αγοράς;
ΠΗΓΗ euro2day.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου