Toυ Βαγγέλη Μωυσή.
Δηλαδή τι θέλετε; Να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας; Βραχυπρόθεσμα, η επανεκκίνηση της οικονομίας, βασίζεται μόνο (κυριολεκτώ) στην μεσαία τάξη… συνταξιούχων.
Μέχρι τέλος του έτους κάτι παραπάνω από 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ θα κατανεμηθεί ως εφάπαξ σε 60.000 νέους συνταξιούχους. Από εκεί θα προέλθει το πρώτο και μαζικότερο «ρευστό» στην αγορά.
Διότι αυτό το εφάπαξ περιμένουν για να καλύψουν βασικές εκκρεμότητες και ανάγκες τα χαμηλόμισθα ή άνεργα παιδιά του συνταξιούχου, τα εγγόνια, κ.λ.π. Αυτή είναι η σημερινή μεσαία τάξη.
Επί δεκαετίες και ιδιαίτερα μετά το 1980, η Ελλάδα μάθαινε να επενδύει όχι στο «μέλλον» της (παιδιά), αλλά στο «παρελθόν» της (συνταξιούχους).
Οι κυβερνήσεις –με εκείνες του ΠΑΣΟΚ κυρίαρχες- ασκούσαν ψηφοθηρία χτίζοντας ένα γιγαντιαίο «μελίσσι» Δημοσίων Υπαλλήλων κι αυτό άρεσε σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας.
Το μελίσσι όμως, δυστυχώς, ήταν έτσι δομημένο, ώστε να έχει λιγότερες εργάτριες μέλισσες από τα κανονικά μελίσσια και περισσότερους κηφήνες, που έμαθαν να απολαμβάνουν το μέλι της μονιμότητας αναμένοντας ραχατλίδικα… τη σύνταξη.
Εργατικοί και τεμπέληδες δε, συχνά, έφταναν νεότατοι να πάρουν τη σύνταξή τους, συχνά παχυλή και με καλό εφάπαξ.
Στον ιδιωτικό τομέα, δημιούργησαν μια αντίστοιχη δυναμική οι χρόνιες παθογένειες του κράτους και –ας μην το παραβλέπουμε- η μακροχρόνια απογοήτευση από τη διαφορά μεταξύ της «σιγουριάς» του δημοσίου τομέα και της αβεβαιότητας του ιδιωτικού. Η συχνή επιλογή της παραμονής στην αφάνεια του μέσου όρου δεν ήταν θέμα απουσίας ευσυνειδησίας.
Ήταν θέμα ψυχολογίας οικογενειαρχών, που προτιμούσαν να έχουν λιγότερες πιθανότητες ανέλιξης, αλλά και λιγότερες πιθανότητες εμπλοκής σε άσχημους ανταγωνισμούς ή σε λάθη, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απώλεια της θέσης εργασίας. Πολλές οι εξαιρέσεις. Μα υπήρχε και κανόνας…
Αυτή είναι η αλήθεια: Αντί να ενισχύουμε την κοινωνία με κίνητρα απόκτησης πολλών παιδιών και με σιγουριά για τη μελλοντική εκπαίδευση και απασχόληση ενός -σταθερού κατ` έτος- πλήθους νεαρών Ελλήνων, εμείς μάθαμε ως κράτος, ως οικονομία και ως κοινωνία (μ’ αυτή τη σειρά), να επενδύουμε στην παραγωγή συνταξιούχων.
Από μια άποψη, σήμερα δικαιωνόμαστε. Αλλά μόνο για σήμερα!
Διότι για μια μεγάλη μεσαία τάξη, υπάρχουν οι συντάξεις που «στριμωγμένα» αρκούν για να χρηματοδοτήσουν την αξιοπρεπή διαβίωση, πολλών παιδιών και εγγονιών, ή παιδιών που δυσκολεύονται ακόμα και να… τολμήσουν να κάνουν δικά τους παιδιά.
Αύριο; Σε 5-10-15 χρόνια; Όταν πολλοί συνταξιούχοι δεν θα είναι πια εδώ; Όταν οι εργαζόμενοι που χρηματοδοτούν τα ταμεία θα είναι ακόμα λιγότεροι και οι συντάξεις μικρότερες;
Εν κατακλείδι: Πίστωση χρόνου τέλος. Για να μην φτάσουμε σε 10-15 χρόνια σε τραγικές καταστάσεις, οι πραγματικά αναπτυξιακές πολιτικές πρέπει να ξεκινήσουν τώρα! Όχι σε έναν χρόνο… Όχι σε έξι μήνες… Τώρα!
Δηλαδή τι θέλετε; Να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας; Βραχυπρόθεσμα, η επανεκκίνηση της οικονομίας, βασίζεται μόνο (κυριολεκτώ) στην μεσαία τάξη… συνταξιούχων.
Μέχρι τέλος του έτους κάτι παραπάνω από 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ θα κατανεμηθεί ως εφάπαξ σε 60.000 νέους συνταξιούχους. Από εκεί θα προέλθει το πρώτο και μαζικότερο «ρευστό» στην αγορά.
Διότι αυτό το εφάπαξ περιμένουν για να καλύψουν βασικές εκκρεμότητες και ανάγκες τα χαμηλόμισθα ή άνεργα παιδιά του συνταξιούχου, τα εγγόνια, κ.λ.π. Αυτή είναι η σημερινή μεσαία τάξη.
Επί δεκαετίες και ιδιαίτερα μετά το 1980, η Ελλάδα μάθαινε να επενδύει όχι στο «μέλλον» της (παιδιά), αλλά στο «παρελθόν» της (συνταξιούχους).
Οι κυβερνήσεις –με εκείνες του ΠΑΣΟΚ κυρίαρχες- ασκούσαν ψηφοθηρία χτίζοντας ένα γιγαντιαίο «μελίσσι» Δημοσίων Υπαλλήλων κι αυτό άρεσε σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας.
Το μελίσσι όμως, δυστυχώς, ήταν έτσι δομημένο, ώστε να έχει λιγότερες εργάτριες μέλισσες από τα κανονικά μελίσσια και περισσότερους κηφήνες, που έμαθαν να απολαμβάνουν το μέλι της μονιμότητας αναμένοντας ραχατλίδικα… τη σύνταξη.
Εργατικοί και τεμπέληδες δε, συχνά, έφταναν νεότατοι να πάρουν τη σύνταξή τους, συχνά παχυλή και με καλό εφάπαξ.
Στον ιδιωτικό τομέα, δημιούργησαν μια αντίστοιχη δυναμική οι χρόνιες παθογένειες του κράτους και –ας μην το παραβλέπουμε- η μακροχρόνια απογοήτευση από τη διαφορά μεταξύ της «σιγουριάς» του δημοσίου τομέα και της αβεβαιότητας του ιδιωτικού. Η συχνή επιλογή της παραμονής στην αφάνεια του μέσου όρου δεν ήταν θέμα απουσίας ευσυνειδησίας.
Ήταν θέμα ψυχολογίας οικογενειαρχών, που προτιμούσαν να έχουν λιγότερες πιθανότητες ανέλιξης, αλλά και λιγότερες πιθανότητες εμπλοκής σε άσχημους ανταγωνισμούς ή σε λάθη, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απώλεια της θέσης εργασίας. Πολλές οι εξαιρέσεις. Μα υπήρχε και κανόνας…
Αυτή είναι η αλήθεια: Αντί να ενισχύουμε την κοινωνία με κίνητρα απόκτησης πολλών παιδιών και με σιγουριά για τη μελλοντική εκπαίδευση και απασχόληση ενός -σταθερού κατ` έτος- πλήθους νεαρών Ελλήνων, εμείς μάθαμε ως κράτος, ως οικονομία και ως κοινωνία (μ’ αυτή τη σειρά), να επενδύουμε στην παραγωγή συνταξιούχων.
Από μια άποψη, σήμερα δικαιωνόμαστε. Αλλά μόνο για σήμερα!
Διότι για μια μεγάλη μεσαία τάξη, υπάρχουν οι συντάξεις που «στριμωγμένα» αρκούν για να χρηματοδοτήσουν την αξιοπρεπή διαβίωση, πολλών παιδιών και εγγονιών, ή παιδιών που δυσκολεύονται ακόμα και να… τολμήσουν να κάνουν δικά τους παιδιά.
Αύριο; Σε 5-10-15 χρόνια; Όταν πολλοί συνταξιούχοι δεν θα είναι πια εδώ; Όταν οι εργαζόμενοι που χρηματοδοτούν τα ταμεία θα είναι ακόμα λιγότεροι και οι συντάξεις μικρότερες;
Εν κατακλείδι: Πίστωση χρόνου τέλος. Για να μην φτάσουμε σε 10-15 χρόνια σε τραγικές καταστάσεις, οι πραγματικά αναπτυξιακές πολιτικές πρέπει να ξεκινήσουν τώρα! Όχι σε έναν χρόνο… Όχι σε έξι μήνες… Τώρα!
ΠΗΓΗ Μεταξύ μας, ε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου