Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

ΑΓΟΡΑΖΩ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;...

Tους τελευταίους μήνες βομβαρδιζόμαστε από κινήσεις που προσπαθούν να κάνουν τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι είναι μια αποφασιστική δύναμη υποστήριξης της ελληνικής οικονομίας, άρα οφείλουν να αγοράζουν τα ελληνικά προϊόντα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα ως έθνος συνδέεται με το δίδυμο: προϊόντα – οικονομία. Θυμηθείτε τον Λαλάκη τον εισαγόμενο της δεκαετίας του ΄80, την κρατική διαφήμιση που αποσκοπούσε στην τόνωση των πωλήσεων των ελληνικών προϊόντων, τότε που άρχισε να εκδηλώνεται ο παροξυσμός της ξενομανίας και της επίδειξης μέσω της κατανάλωσης.

Όμως, όσον αφορά τουλάχιστον στα τρόφιμα, εγείρονται δύο ερωτήματα: Μπορεί η Ελλάδα να θρέψει τον πληθυσμό της αποκλειστικά με δικά της προϊόντα; Και τι σημαίνει ελληνικά προϊόντα;

Δυστυχώς, αυτό το κομμάτι γης που είναι η Ελλάδα σήμερα ποτέ δεν κατάφερε να θρέψει τους κατοίκους του.

Τα σιτηρά για παράδειγμα ήταν ένα είδος εν ανεπαρκεία κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής ιστορίας.
Παρ’ όλο που οι χωρικοί τα καλλιεργούσαν σε όποια περιοχή της χώρας επέτρεπαν οι κλιματικές και εδαφικές συνθήκες, παρ’ όλο που στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη γίνονταν εκτεταμένες καλλιέργειες, τα σιτηρά ποτέ δεν ήταν αρκετά.

Εξάλλου αυτό δείχνει και η επιτυχημένη εμπορική δραστηριότητα πολλών Ελλήνων επιχειρηματιών μέχρι τις αρχές το 20ου αιώνα γύρω από τις εισαγωγές σιτηρών από την περιοχή της Μαύρης θάλασσας. Το ίδιο όμως συνέβαινε και με τα όσπρια, αργότερα με τη ζάχαρη κ.λ.π.

Οι αιτίες βρίσκονται στις τεράστιες καταστροφές που προκαλούσαν στην γεωργία οι πόλεμοι, οι εμφύλιες διαμάχες, οι κακοκαιρίες, οι ασθένειες των φυτών αλλά και στους κλήρους μικρού μεγέθους και στις μονοκαλλιέργειες.

Το σύγχρονο ελληνικό κράτος πλήρωσε πολύ ακριβά τον περιορισμένο αριθμό καλλιεργειών (κυρίως λάδι, εσπεριδοειδή και σταφίδα), όπως και την εξάρτηση του από συγκεκριμένες ξένες αγορές (βλ. σταφίδα με τα γνωστά αποτελέσματα).

Η έλλειψη επανεπένδυσης των κεφαλαίων στη βελτίωση των καλλιεργειών (βλέπε σταφιδοκαλλιέργεια  αλλά και σύγχρονες εοκικές επιδοτήσεις) συνέβαλαν επίσης στο να παραμένει η αγροτική παραγωγή έντονα οπισθοδρομική.

Δεν είναι τυχαίο ότι το κράτος ενδιαφέρθηκε για την καλλιέργεια των σιτηρών μόνο μετά την καταστροφική πορεία της σταφίδας και του καπνού.
Μάλιστα στο τέλος της δεκαετίας το 1920 υποχρέωσε τους  αλευροποιούς να απορροφούν τουλάχιστον κατά ένα τέταρτο ελληνικό σιτάρι.

Σταδιακά η έκταση των σιτοκαλλιεργειών αυξήθηκε, όπως αυξήθηκε η απόδοση και η ποιότητά τους και εξαιτίας της χρήσης νέων ποικιλιών.

Και εδώ δημιουργήθηκε ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα.
Οι καινούριες ποικιλίες εκτόπισαν τις παλιές με αποτέλεσμα να πληγεί σημαντικά η βιοποικιλότητα. Σύμφωνα με το Πελίτι από το 1927 μέχρι το 1969 οι ντόπιες ποικιλίες μειώθηκαν κατά 90%. Σήμερα διασώζεται μόνο το 1%.

Με τον αγροτικό τομέα να διατηρεί τεράστιες οργανωτικές αδυναμίες, τον αγροτικό πληθυσμό να υπολείπεται σε μόρφωση, κατάρτιση, επαγγελματική συμπεριφορά και ικανότητα συνεργασίας δεν είναι τυχαίο ότι η αγροτική οικονομία παραμένει σχεδόν υπανάπτυκτη· παρά του ότι ζούμε σε μια εύφορη χώρα. 

Άρα δεν είναι και περίεργο που εισάγουμε τόσα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα.
Εντούτοις, αυτός ακριβώς ο τομέας είναι ένα δυνατό χαρτί για την Ελλάδα μιας και έχει τη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων υψηλής ποιότητας.

Προς το παρόν, εισάγουμε  μαλακό σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι αν και εξάγουμε σκληρό σιτάρι και μάλιστα στην Ιταλία για παραγωγή ζυμαρικών. 

Εισάγουμε κρέας και γαλακτοκομικά γιατί δεν επαρκούν αυτά που παράγουμε εξαιτίας της αλλαγής των διατροφικών συνηθειών.

Εισάγουμε κατεψυγμένα τρόφιμα γιατί αυτά που παράγουμε  είτε δεν επαρκούν ή προορίζονται για τις αγορές του εξωτερικού (π.χ. σπαράγγια).

Εισάγουμε βιολογικά προϊόντα αφού η καλλιέργειά τους είναι ακόμη περιορισμένη, παρά τις αυξητικές τάσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια.
Αντιθέτως, η παραγωγή ρυζιού και φέτας υπερκαλύπτει τις ανάγκες μας.

Και είμαστε αυτάρκεις σε πορτοκάλια, αυγά, ελαιόλαδο, ελιές κορινθιακή σταφίδα, προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο σημαντικών ελληνικών εξαγωγών.

Εισάγουμε όμως λευκή σταφίδα γιατί η δικιά μας έπεσε θύμα της κερδοσκοπίας των επιδοτήσεων.
Aυγοτάραχο Τρικαλινού, ένα σπουδαίο ελληνικό προϊόν
Από την άλλη τι σημαίνει ελληνικό προϊόν; Στην πραγματικότητα υπάρχει τεράστια ασάφεια γύρω από τα ελληνικά προϊόντα και καλό θα είναι να το παίρνουν σοβαρά υπόψη όσοι ασχολούνται με το θέμα της ελληνικότητας και με την καταδίκη των «ξένων» προϊόντων.

Έχουμε και λέμε λοιπόν:

Η ΑΒ Βασιλόπουλος, η 2η μεγάλη αλυσίδα super market στην Ελλάδα ανήκει στον Βελγικό όμιλο Delhaize, ο οποίος όμως προωθεί μια τεράστια ποικιλία ελληνικών προϊόντων, απασχολεί 11000 Έλληνες και πληρώνει φόρους στο ελληνικό κράτος.

Η γνωστή βιομηχανία ζυμαρικών Μίσκο ανήκει από το 1991 στον όμιλο Barilla ο οποίος χρησιμοποιεί ελληνικές πρώτες ύλες για τα προϊόντα Μίσκο και έχει κτίσει στη Βοιωτία το 3ο σε μέγεθος μεγαλύτερο εργοστάσιο ζυμαρικών στην Ευρώπη.

Το ελληνικό τμήμα της Frieslad Campina απασχολεί 470 συμπατριώτες μας και χρησιμοποιεί το 15% της εγχώριας παραγωγής γάλακτος.

Το ελαιόλαδο Άλτις είναι προϊόν της «Ελαίς Unilever» η οποία επίσης παράγει το Βιτάμ και τη Φυτίνη.
Τα προϊόντα παράγονται στην Ελλάδα με ελληνικές πρώτες ύλες και η εταιρεία απασχολεί Έλληνες εργαζόμενους.

Το ίδιο ισχύει και για τη Μινέρβα η οποία ανήκει στον πολυεθνικό όμιλο PZ Cussons και παράγει πλήθος προϊόντων στην Ελλάδα με σημαντικές εξαγωγές στο εξωτερικό. 

Στη δε  Unilever ανήκουν και τα παγωτά Έβγα, μέσω της Αlgida.

Αλλά και η Algida παράγει μέρος των παγωτών της στην Ελλάδα.
Για να μη μιλήσω για τις Coca Cola, Fanta, Sprite που παράγουν και εμφιαλώνουν τα προϊόντα τους στην Ελλάδα, για να μη μιλήσω για την Αθηναϊκή Ζυθοποιία, μέλος του ομίλου Heineken η οποία απασχολεί 2000 Έλληνες εργαζόμενους αλλά και από το 2009 προμηθεύεται ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ελληνικού κριθαριού για τις μπύρες Αλφα και Amstel.

Και φυσικά σκεφτείτε όλους αυτούς τους εργαζόμενους που ασχολούνται με την προώθηση, τη  διαφήμιση και τις πωλήσεις. Η δικιά τους εργασία δεν είναι προϊόν που αξίζει να υποστηριχθεί;

Από την άλλη τι να πω για τις ελληνικής ιδιοκτησίας εταιρείες που παράγουν παραδοσιακές λιχουδιές (π.χ. σύγκλινα, απάκια και λουκάνικα) με κρέατα εισαγωγής;

Για να μην αναφέρω ένα τυροκόμο της Κρήτης ο οποίος σε ανύποπτο χρόνο μου είπε πως χρησιμοποιεί γάλα σε σκόνη από την Ολλανδία για να κάνει πιο παχύ το τυρί του.
Προφανώς δεν είναι ο μόνος που ακολουθεί αυτή την τακτική.

Βεβαίως να μην ξεχάσουμε τις ελληνικές εταιρείες που μετέφεραν τα εργοστάσια τους κυρίως σε βαλκανικές χώρες για ευνόητους λόγους.

Επειδή λοιπόν στη σημερινή κοινωνία της παγκοσμιοποίησης δύσκολα θα βρείτε προϊόν που έχει παρασκευαστεί με ελληνικές πρώτες ύλες (καλλιεργημένες από ελληνικά χέρια, λιπασμένες με ελληνικά λιπάσματα και στην περίπτωση των ζωικών προϊόντων από ζώα θρεμμένα με ελληνικές ζωοτροφές), σε ελληνικά εργοστάσια, έχει συσκευαστεί στην Ελλάδα και πουλιέται σε ελληνικά super markets, σας συμβουλεύω να κάνετε ό,τι κι εγώ:
προσέχω αν αναφέρεται η Ελλάδας χώρα παραγωγής ή συσκευασίας ή εμφιάλωσης πάνω στη συσκευασία του προϊόντος και το αγοράζω.

Καθόλου δεν με απασχολεί αν η σοκολατοποιία Παυλίδη ανήκει στην Kraft, μου φτάνει ότι δουλεύουν τόσοι άνθρωποι εκεί και μακάρι να πάνε οι δουλειές της ακόμα καλύτερα για να δουλέψουν ακόμη περισσότεροι.

Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει καμμία περίπτωση να καταναλώνουμε μόνο όσα παράγουμε, εκτός κι αν θέλουμε να γίνουμε Αλβανία της εποχής του Χότζα.

Ζούμε σε περίοδο οικονομικής κρίσης αλλά ούτε ο εθνικισμός, ούτε η εσωστρέφεια θα μας ωφελήσουν.

Ας ασχοληθούμε σοβαρά με την παραγωγή πρώτων υλών, ας φροντίσουμε την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και τους τομείς της μεταποίησης, της προώθησης και της κρατικής στρατηγικής – στους οποίους χωλαίνουμε-  ας μάθουμε να συνεργαζόμαστε και κυρίως ας αντιμετωπίσουμε αυτό που παράγουμε ως ένα προϊόν πολιτισμού.

Αντί να κλειστούμε στη χώρα μας και να κλειδώσουμε την πόρτα προτείνω να ανοίξουμε ένα παράθυρο στον κόσμο και να προσφέρουμε προϊόντα καινοτόμα, εντυπωσιακά που θα είναι φορείς της μυστικής πατρίδας που έχουμε στην καρδιά μας.

ΥΓ. Και αρνούμαι κατηγορηματικά να αγοράσω χυλοπίτες προς 6 ευρώ το μισό κιλό γιατί είναι φτιαγμένες με αυγά από αλανιάρες ελληνίδες κότες, ελληνικό γάλα και ελληνικό αλεύρι.
Όσοι ασχολούνται με την παραγωγή προϊόντων καλά θα κάνουν να προσέξουν τις τιμές τους.
Σε περίοδο κρίσης ο φτωχός Έλληνας θα προτιμήσει το φθηνότερο προϊόν και ας είναι φτιαγμένο στην Κίνα.

Αν και του 2007, πολύ ενδιαφέρον άρθρο: Προοπτικές τομέα σιτηρών

«Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα: Επιδοτήσεις και παροχές αντί για αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων», Οικονομικό Δελτίο (Alpha Bank), 109, 2009, σ. 6-7, 13.
Δ. Κυρκιλής, «Ανάπτυξη και κρίση στην ελληνική οικονομία: Η διεθνοποίηση της ελληνικής οικονομίας την μεταπολεμική περίοδο», στο Μελέτες προς Τιμήν του Καθηγητού Θεοδώρου Α. Σκούντζου, Πειραιάς: Πανεπιστήμιο Πειραιώς, 2005, τόμ. α΄.

Δεν υπάρχουν σχόλια: