Πρόκειται για ερωτήματα καθημερινά και πάντα επίκαιρα τα οποία με την κοινή λογική θα είχαν πιθανώς διαφορετικές απαντήσεις από αυτές που δίνονται από τους πολλούς.
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014
Ο σοβαρός κίνδυνος του λαϊκού παραλογισμού...
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η μεταπολιτευτική διακυβέρνηση της χώρας υπήρξε καταστροφική και οι λόγοι που συνέβαλαν στο γεγονός αυτό είναι συγκεκριμένοι και ενδεικτικοί της τεράστιας ανευθυνότητας των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων. Μετά την πτώση της δικτατορίας και σε μιαν Ευρώπη που βρισκόταν σε φάση μετασχηματισμού, η Ελλάδα, χάρη στις προσπάθειες και το αδιαμφισβήτητο κύρος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχε την τύχη να γίνει πλήρες μέλος της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, με πολιτικά κριτήρια, αλλά με την υπόσχεση των υπευθύνων για την διακυβέρνησή της ότι θα έπρατταν τα δέοντα ώστε η χώρα και οι δομές της να προσαρμοσθούν –στο μέτρο του δυνατού– στην τότε κοινοτική πραγματικότητα.
Το έργο αυτό ήταν τιτάνιο, ωστόσο μπορούσε να επιτευχθεί αν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας επέλεγαν τον δρόμο της ευρωπαϊκής προσαρμογής και της οικονομικής αναδιάρθρωσης. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αντίθετα, οι πολιτικές δυνάμεις δημιούργησαν θέμα ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας και κατάφεραν να διαιρέσουν τον ελληνικό λαό, όχι χωρίς σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και τις δομές της. Πλήρως ανεύθυνος και τραγικός στις συνέπειές του υπήρξε, από το 1981 και μετά, ο ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, από την στιγμή που ανήλθε στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1981, άρχισε να εφαρμόζει μία οικονομική πολιτική αναδιανομής πλούτου με δανεικά, που σταδιακά οδήγησε στα ακόλουθα τέσσερα, δραματικά σήμερα, φαινόμενα:
*η αποβιομηχάνιση, η αποεπένδυση και ο υπερκαταναλωτισμός,
*η ιδιωτική υπερχρέωση, με παράλληλη υποχώρηση των ιδιωτικών και ξένων άμεσων επενδύσεων,
*η απίθανη εξάρτηση από τις εισαγωγές, με παρασιτοποίηση ισχυρού ποσοστού της κοινωνίας,
*η διόγκωση του Δημοσίου, με παράλληλη άνοδο της διαφθοράς και της παραοικονομίας.
Ακόμα χειρότερα, στο πλαίσιο αυτού του μοντέλου, η αναδιανομή πλούτου με δανεικά υπονόμευσε την μεσαία τάξη γιατί, αφ’ ενός, δημιούργησε νέα τζάκια νεόπλουτων κρατικοδίαιτων και αντιπαραγωγικών τάξεων και, αφ’ ετέρου, οδήγησε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στην πλήρη αδράνεια μέσω δανεικών παρασιτικών εισοδημάτων. Αυτό το τμήμα σήμερα μαστίζεται από την ανεργία, είναι δε ανίκανο να βγει από την κατάσταση αυτή διότι ποτέ δεν εργάστηκε παραγωγικά και στην παρούσα φάση είναι ανεπίδεκτο νέου επαγγελματικού προσανατολισμού.
Από πολιτικής πλευράς, αυτό το τμήμα του πληθυσμού είναι εξαιρετικά επικίνδυνο γιατί εύκολα μετακινείται προς ακραίες πολιτικές παρατάξεις –που σήμερα στην Ελλάδα είναι το αποκαλούμενο φαιοκόκκινο μέτωπο. Το τελευταίο κυριολεκτικά αλωνίζει στην δημόσια διοίκηση και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ) και αξιοποιεί δύο από τις ωρολογιακές βόμβες που μετά το 1981 τέθηκαν στα θεμέλια της ελληνικής Πολιτείας.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής κ. Γιώργος Πρεβελάκης σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του στην εφημερίδα «Εστία», η χώρα βιώνει, πέρα από την οικονομική κατάρρευση, και την πλήρη ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησής της. Στην τελευταία, η από πλευράς του ΠΑΣΟΚ κατάργηση της ιεραρχίας, η εισβολή των κομματικών μηχανισμών και η κατάλυση της αξιοκρατίας διέβρωσαν τις κρατικές υπηρεσίες. Ο κρατικός μηχανισμός, αντί να προστατεύει το Δημόσιο, διαμόρφωσε ίδια συμφέροντα, τα οποία υπερασπίζεται σθεναρά. Έχει ουσιαστικά αυτονομηθεί. Όχι μόνον δεν συνέδραμε την Πολιτεία για την διαχείριση της κρίσης, όχι μόνον απεδείχθη πλήρως αναποτελεσματικός, αλλά και αντιστάθηκε στις μεταρρυθμίσεις, συχνά με ανυπακοή. Ελλείψει αποτελεσματικού και νομιμόφρονος διοικητικού μηχανισμού, οι προσπάθειες –έσωθεν και έξωθεν– να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες από την οικονομική έκρηξη ήταν καταδικασμένες.
Η δεύτερη ωρολογιακή βόμβα είναι η Παιδεία. Υπό την επίδραση αμερικανικών εκπαιδευτικών συρμών και με την υποστήριξη της αριστερής ιδεολογίας, του εκπαιδευτικού συνδικαλισμού και, συχνά, του γονικού νεοπλουτισμού, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχασε ένα σημαντικό κεφάλαιο από την αποτελεσματικότητά του. Η εκπαίδευση εστίασε στην επαγγελματική ένταξη και, κατά συνέπεια, σε ό,τι θεωρείται ότι την προάγει. Καλλιέργησε κατά το δοκούν τις θετικές επιστήμες, αλλά αγνόησε την ανθρωπιστική διάσταση. Η ιστορία, η γεωγραφία, η τέχνη, η καλλιέπεια και ο τελετουργικός λόγος παραμελήθηκαν ή διαστρεβλώθηκαν. Η γλωσσική διδασκαλία υποβίβασε την ελληνική σε «χρηστική γλώσσα», με ισότιμο εταίρο την αγγλική –εξ ού και η «τολμηρή» ιδέα της τότε Επιτρόπου και μετέπειτα υπουργού Παιδείας να αναχθεί και η αγγλική σε επίσημη γλώσσα του Έθνους. Το εκπαιδευτικό σύστημα απαξίωσε την παράδοση –γλωσσική και όχι μόνον. Απέτυχε πλήρως να διαπλάσει μελλοντικούς πολίτες οι οποίοι να συμβάλουν παραγωγικά και ανανεωτικά στον βίο και την πολιτεία της Ελλάδος.
Σήμερα, λοιπόν, τουλάχιστον δύο γενεές έχουν διαπαιδαγωγηθεί ελλειμματικά, χωρίς προετοιμασία για τον ρόλο του υπεύθυνου πολίτη. Η πολιτική και κοινωνική σκέψη των περισσότερων νέων Ελλήνων πάσχει από βαθύτατα κενά σε ιστορική, φιλοσοφική και πολιτισμική παιδεία. Οι παλαιές πατριωτικές αναφορές, αντί να προσαρμοστούν στις νέες πραγματικότητες, έχουν απλώς υπονομευθεί. Οι Έλληνες νέοι καλούνται σήμερα να συμμετάσχουν με την κρίση και την ψήφο τους σε εξαιρετικά δύσκολες και σύνθετες συλλογικές αποφάσεις. Οφείλουν να διακρίνουν ανάμεσα στην πληροφόρηση και την παρα-πληροφόρηση, ανάμεσα στην δημαγωγία και τον πατριωτισμό, ανάμεσα στον λαϊκισμό και την υπεράσπιση των αδυνάτων. Αφοπλισμένοι πνευματικά, πώς να ανταποκριθούν σε τέτοιες προκλήσεις;
Οι πρώτες ενδείξεις είναι ανησυχητικές. Η επιτυχία των ακραίων πολιτικών δυνάμεων στους νέους, κυρίως η κινητικότητα ανάμεσα στα άκρα, αριστερά και δεξιά, δείχνει ότι απουσιάζει το πολιτικό έρμα που μόνον η στέρεη γενική παιδεία μπορεί να προσφέρει. Σήμερα αποκαλύπτεται de facto πόσο καταστροφικά έδρασαν οι παιδαγωγικές θεωρίες που κυριάρχησαν μετά την Μεταπολίτευση. Τί ωφελούν οι «δεξιότητες», όταν απουσιάζουν τα πνευματικά εργαλεία δια των οποίων οι πολίτες ασκούν με σύνεση τα πολιτικά και εκλογικά τους δικαιώματα; Η δημοκρατία και η πολιτική σταθερότητα αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την οικονομία, πολύ περισσότερο από τις πρακτικές γνώσεις –των οποίων, εξάλλου, η διάρκεια έχει ελαχιστοποιηθεί λόγω των ταχύτατων τεχνολογικών και οικονομικών μετασχηματισμών.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, αυτές οι καταστάσεις από κάποιους δημιουργήθηκαν και από κάποιους άλλους συντηρήθηκαν. Και το ερώτημα που τίθεται είναι από ποιους μπορούν να αντιμετωπισθούν και να ξεπεραστούν, όταν στην Ελλάδα του 2014 καιροφυλακτεί η έκρηξη του λαϊκού παραλογισμού. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η σύγχυση των νέων, όταν καθημερινά κατακλύζονται από πνευματικά απορρίμματα και από τον ολοκληρωτικού τύπου λαϊκισμό ανεύθυνων πολιτικών;
Το πρόβλημα είναι τεράστιο. Η σημερινή βαθειά οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κρίση που διέρχεται η χώρα δεν θα είναι αντιμετωπίσιμη αν αμέσως δεν βρεθούν και δεν εφαρμοσθούν λυσιτελείς δράσεις στο πολιτικό αδιέξοδο. Υπό αυτή την έννοια, τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα και οι επικεφαλής τους ενέχουν τεράστιες ιστορικές ευθύνες και μόνον αν σταθούν επάξια απέναντί τους θα μπορέσουν να αλλάξουν το βαρύ και ενίοτε βορβορώδες κλίμα που διέπει την καθημερινή μας ζωή.
Η μεταπολιτευτική διακυβέρνηση της χώρας υπήρξε καταστροφική και οι λόγοι που συνέβαλαν στο γεγονός αυτό είναι συγκεκριμένοι και ενδεικτικοί της τεράστιας ανευθυνότητας των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων. Μετά την πτώση της δικτατορίας και σε μιαν Ευρώπη που βρισκόταν σε φάση μετασχηματισμού, η Ελλάδα, χάρη στις προσπάθειες και το αδιαμφισβήτητο κύρος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχε την τύχη να γίνει πλήρες μέλος της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, με πολιτικά κριτήρια, αλλά με την υπόσχεση των υπευθύνων για την διακυβέρνησή της ότι θα έπρατταν τα δέοντα ώστε η χώρα και οι δομές της να προσαρμοσθούν –στο μέτρο του δυνατού– στην τότε κοινοτική πραγματικότητα.
Το έργο αυτό ήταν τιτάνιο, ωστόσο μπορούσε να επιτευχθεί αν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας επέλεγαν τον δρόμο της ευρωπαϊκής προσαρμογής και της οικονομικής αναδιάρθρωσης. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αντίθετα, οι πολιτικές δυνάμεις δημιούργησαν θέμα ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας και κατάφεραν να διαιρέσουν τον ελληνικό λαό, όχι χωρίς σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και τις δομές της. Πλήρως ανεύθυνος και τραγικός στις συνέπειές του υπήρξε, από το 1981 και μετά, ο ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, από την στιγμή που ανήλθε στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1981, άρχισε να εφαρμόζει μία οικονομική πολιτική αναδιανομής πλούτου με δανεικά, που σταδιακά οδήγησε στα ακόλουθα τέσσερα, δραματικά σήμερα, φαινόμενα:
*η αποβιομηχάνιση, η αποεπένδυση και ο υπερκαταναλωτισμός,
*η ιδιωτική υπερχρέωση, με παράλληλη υποχώρηση των ιδιωτικών και ξένων άμεσων επενδύσεων,
*η απίθανη εξάρτηση από τις εισαγωγές, με παρασιτοποίηση ισχυρού ποσοστού της κοινωνίας,
*η διόγκωση του Δημοσίου, με παράλληλη άνοδο της διαφθοράς και της παραοικονομίας.
Ακόμα χειρότερα, στο πλαίσιο αυτού του μοντέλου, η αναδιανομή πλούτου με δανεικά υπονόμευσε την μεσαία τάξη γιατί, αφ’ ενός, δημιούργησε νέα τζάκια νεόπλουτων κρατικοδίαιτων και αντιπαραγωγικών τάξεων και, αφ’ ετέρου, οδήγησε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στην πλήρη αδράνεια μέσω δανεικών παρασιτικών εισοδημάτων. Αυτό το τμήμα σήμερα μαστίζεται από την ανεργία, είναι δε ανίκανο να βγει από την κατάσταση αυτή διότι ποτέ δεν εργάστηκε παραγωγικά και στην παρούσα φάση είναι ανεπίδεκτο νέου επαγγελματικού προσανατολισμού.
Από πολιτικής πλευράς, αυτό το τμήμα του πληθυσμού είναι εξαιρετικά επικίνδυνο γιατί εύκολα μετακινείται προς ακραίες πολιτικές παρατάξεις –που σήμερα στην Ελλάδα είναι το αποκαλούμενο φαιοκόκκινο μέτωπο. Το τελευταίο κυριολεκτικά αλωνίζει στην δημόσια διοίκηση και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ) και αξιοποιεί δύο από τις ωρολογιακές βόμβες που μετά το 1981 τέθηκαν στα θεμέλια της ελληνικής Πολιτείας.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής κ. Γιώργος Πρεβελάκης σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του στην εφημερίδα «Εστία», η χώρα βιώνει, πέρα από την οικονομική κατάρρευση, και την πλήρη ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησής της. Στην τελευταία, η από πλευράς του ΠΑΣΟΚ κατάργηση της ιεραρχίας, η εισβολή των κομματικών μηχανισμών και η κατάλυση της αξιοκρατίας διέβρωσαν τις κρατικές υπηρεσίες. Ο κρατικός μηχανισμός, αντί να προστατεύει το Δημόσιο, διαμόρφωσε ίδια συμφέροντα, τα οποία υπερασπίζεται σθεναρά. Έχει ουσιαστικά αυτονομηθεί. Όχι μόνον δεν συνέδραμε την Πολιτεία για την διαχείριση της κρίσης, όχι μόνον απεδείχθη πλήρως αναποτελεσματικός, αλλά και αντιστάθηκε στις μεταρρυθμίσεις, συχνά με ανυπακοή. Ελλείψει αποτελεσματικού και νομιμόφρονος διοικητικού μηχανισμού, οι προσπάθειες –έσωθεν και έξωθεν– να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες από την οικονομική έκρηξη ήταν καταδικασμένες.
Η δεύτερη ωρολογιακή βόμβα είναι η Παιδεία. Υπό την επίδραση αμερικανικών εκπαιδευτικών συρμών και με την υποστήριξη της αριστερής ιδεολογίας, του εκπαιδευτικού συνδικαλισμού και, συχνά, του γονικού νεοπλουτισμού, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχασε ένα σημαντικό κεφάλαιο από την αποτελεσματικότητά του. Η εκπαίδευση εστίασε στην επαγγελματική ένταξη και, κατά συνέπεια, σε ό,τι θεωρείται ότι την προάγει. Καλλιέργησε κατά το δοκούν τις θετικές επιστήμες, αλλά αγνόησε την ανθρωπιστική διάσταση. Η ιστορία, η γεωγραφία, η τέχνη, η καλλιέπεια και ο τελετουργικός λόγος παραμελήθηκαν ή διαστρεβλώθηκαν. Η γλωσσική διδασκαλία υποβίβασε την ελληνική σε «χρηστική γλώσσα», με ισότιμο εταίρο την αγγλική –εξ ού και η «τολμηρή» ιδέα της τότε Επιτρόπου και μετέπειτα υπουργού Παιδείας να αναχθεί και η αγγλική σε επίσημη γλώσσα του Έθνους. Το εκπαιδευτικό σύστημα απαξίωσε την παράδοση –γλωσσική και όχι μόνον. Απέτυχε πλήρως να διαπλάσει μελλοντικούς πολίτες οι οποίοι να συμβάλουν παραγωγικά και ανανεωτικά στον βίο και την πολιτεία της Ελλάδος.
Σήμερα, λοιπόν, τουλάχιστον δύο γενεές έχουν διαπαιδαγωγηθεί ελλειμματικά, χωρίς προετοιμασία για τον ρόλο του υπεύθυνου πολίτη. Η πολιτική και κοινωνική σκέψη των περισσότερων νέων Ελλήνων πάσχει από βαθύτατα κενά σε ιστορική, φιλοσοφική και πολιτισμική παιδεία. Οι παλαιές πατριωτικές αναφορές, αντί να προσαρμοστούν στις νέες πραγματικότητες, έχουν απλώς υπονομευθεί. Οι Έλληνες νέοι καλούνται σήμερα να συμμετάσχουν με την κρίση και την ψήφο τους σε εξαιρετικά δύσκολες και σύνθετες συλλογικές αποφάσεις. Οφείλουν να διακρίνουν ανάμεσα στην πληροφόρηση και την παρα-πληροφόρηση, ανάμεσα στην δημαγωγία και τον πατριωτισμό, ανάμεσα στον λαϊκισμό και την υπεράσπιση των αδυνάτων. Αφοπλισμένοι πνευματικά, πώς να ανταποκριθούν σε τέτοιες προκλήσεις;
Οι πρώτες ενδείξεις είναι ανησυχητικές. Η επιτυχία των ακραίων πολιτικών δυνάμεων στους νέους, κυρίως η κινητικότητα ανάμεσα στα άκρα, αριστερά και δεξιά, δείχνει ότι απουσιάζει το πολιτικό έρμα που μόνον η στέρεη γενική παιδεία μπορεί να προσφέρει. Σήμερα αποκαλύπτεται de facto πόσο καταστροφικά έδρασαν οι παιδαγωγικές θεωρίες που κυριάρχησαν μετά την Μεταπολίτευση. Τί ωφελούν οι «δεξιότητες», όταν απουσιάζουν τα πνευματικά εργαλεία δια των οποίων οι πολίτες ασκούν με σύνεση τα πολιτικά και εκλογικά τους δικαιώματα; Η δημοκρατία και η πολιτική σταθερότητα αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την οικονομία, πολύ περισσότερο από τις πρακτικές γνώσεις –των οποίων, εξάλλου, η διάρκεια έχει ελαχιστοποιηθεί λόγω των ταχύτατων τεχνολογικών και οικονομικών μετασχηματισμών.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, αυτές οι καταστάσεις από κάποιους δημιουργήθηκαν και από κάποιους άλλους συντηρήθηκαν. Και το ερώτημα που τίθεται είναι από ποιους μπορούν να αντιμετωπισθούν και να ξεπεραστούν, όταν στην Ελλάδα του 2014 καιροφυλακτεί η έκρηξη του λαϊκού παραλογισμού. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η σύγχυση των νέων, όταν καθημερινά κατακλύζονται από πνευματικά απορρίμματα και από τον ολοκληρωτικού τύπου λαϊκισμό ανεύθυνων πολιτικών;
Το πρόβλημα είναι τεράστιο. Η σημερινή βαθειά οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κρίση που διέρχεται η χώρα δεν θα είναι αντιμετωπίσιμη αν αμέσως δεν βρεθούν και δεν εφαρμοσθούν λυσιτελείς δράσεις στο πολιτικό αδιέξοδο. Υπό αυτή την έννοια, τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα και οι επικεφαλής τους ενέχουν τεράστιες ιστορικές ευθύνες και μόνον αν σταθούν επάξια απέναντί τους θα μπορέσουν να αλλάξουν το βαρύ και ενίοτε βορβορώδες κλίμα που διέπει την καθημερινή μας ζωή.
ΠΗΓΗ EBR
Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014
Το χρέος, τα μνημόνια και ο… ΣΥΡΙΖΑ!...
Γράφει ο Γιώργος Παπανικολάου
Άκουγα προ ημερών τον προβεβλημένο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκο Στρατούλη να μιλά -ξανά- για τη διαγραφή του ελληνικού χρέους, κι ομολογουμένως εντυπωσιάστηκα.
Ο δημοσιογράφος τον ρώτησε αν θα θεωρούσε ένα είδος έμμεσης διαγραφής και την επιμήκυνση που θέλει να διαπραγματευτεί η ελληνική κυβέρνηση, κι εκείνος απάντησε ότι η λύση της επιμήκυνσης δεν είναι θεμιτή, διότι το χρέος θα το πληρώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Πέρα από την άγνοια που υποδηλώνει η απάντηση σε ό,τι αφορά τη μείωση της πραγματικής αξίας ενός δανείου που επιφέρει η μεγάλη επιμήκυνση όταν συνοδεύεται από χαμηλά επιτόκια, ο κ. Στρατούλης εντυπωσίασε και με την ιδιότυπη «ηθική» αντιμετώπιση του θέματος.
Δεν είναι ηθικό να έχουν το βάρος του χρέους τα παιδιά μας, είναι όμως ηθικό να το επωμιστούν οι φορολογούμενοι των υπόλοιπων κρατών της ευρωζώνης, μεταξύ δε αυτών και οι «αδελφοί» Κύπριοι!
Πολύ φοβάμαι ότι την άποψη αυτή του κ. Στρατούλη δεν τη συμμερίζονται ούτε τα κοινοβούλια (που θα πρέπει να ψηφίσουν υπέρ της διαγραφής), αλλά ούτε και η κοινή γνώμη των περισσοτέρων από αυτά τα κράτη, αν όχι και όλων!
Κάποιοι βεβαίως θα σπεύσουν να αναφέρουν την περίπτωση της Γερμανίας, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να δικαιολογήσουν την προσμονή χαριστικών ρυθμίσεων. Μάλλον ηθελημένα, όμως, λησμονούν τις εντελώς διαφορετικές συνθήκες μεταξύ των δύο περιπτώσεων.
Η Γερμανία ήταν ο ηττημένος του μεγάλου πολέμου, ένα ισχυρό κράτος στα σύνορα της Δυτικής με την Ανατολική Ευρώπη, ένα κράτος που είχε διαμελιστεί και οι σύμμαχοι ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν τις συνθήκες που επικράτησαν εκεί μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησαν τελικά στην άνοδο του Χίτλερ.
Τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει στην ελληνική περίπτωση. Η Ελλάδα χρεοκόπησε πρωτίστως εξαιτίας της ανεύθυνης και καθαρά ψηφοθηρικής πολιτικής που ακολούθησαν εγχώριοι ηγέτες -και οι σύμβουλοί τους-, με κύριες αίτιες τη δημοσιονομική πολιτική (βλέπε δάνεια και δαπάνες) αλλά και την εγκατάλειψη της «παραγωγής» προς όφελος μιας καταναλωτικής οικονομίας με χαρακτηριστικά φούσκας.
Δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα των ανισορροπιών μεταξύ Βορρά και Νότου, που όντως προκάλεσε ο σχηματισμός της ευρωζώνης, με τον τρόπο που έγινε. Γι' αυτό άλλωστε και η περίπτωσή της ήταν πολύ βαρύτερη σε σχέση με τον υπόλοιπο Νότο.
Όσο κράτησε βέβαια το «πάρτι» ήταν ωραίο. Διότι τότε το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε αλματωδώς, κι αυτό βεβαίως δεν διέφυγε της προσοχής των ξένων εταίρων μας, η κοινή γνώμη των οποίων γνωρίζει πολύ καλά ότι η Ελλάδα έζησε αρκετά χρόνια επίπλαστης ευμάρειας, πριν οδεύσει προς την κατάρρευση.
Κι όπως εύκολα αντιλαμβάνεται οποιοσδήποτε, σε τέτοιες περιπτώσεις, η αλληλεγγύη δεν προσφέρεται απλόχερα.
Ουδείς, εν κατακλείδι, αμφιβάλλει ότι το ελληνικό χρέος είναι δυσβάστακτο και δύσκολα θα μπορούσε να αποπληρωθεί ως έχει. Πολιτικά όμως, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, είναι πολύ πιο ρεαλιστικό να περάσει μια λύση «επιμήκυνσής» του (που αφήνει περιθώρια για μελλοντικούς περαιτέρω χειρισμούς), παρά μια λύση μερικής έστω διαγραφής.
Κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, μόνο και μόνο διότι θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και «θα διαπραγματευτεί πολύ σκληρά», όπως διατείνονται ο κ. Στρατούλης και άλλα στελέχη του.
Όπως δεν θα αλλάξει και η οπτική των ξένων για την επιτήρηση που θα πρέπει να έχει η Ελλάδα, ενόσω χρωστά αυτά τα ποσά, απλώς και μόνο διότι θα υπάρξει αλλαγή κυβέρνησης!
Όσοι πιστεύουν κάτι τέτοιο, όσοι πιστεύουν γενικώς ότι «θα έρθει ο Τσίπρας (ή οποιοσδήποτε άλλος) και θα «γλιτώσουμε από τα μνημόνια», με τον τρόπο που το εννοούν, ότι δεν θα έχουμε δηλαδή κάποια μορφή αυστηρής -αν και πολιτικά ίσως περισσότερο διακριτικής- επιτήρησης, απλώς εθελοτυφλούν!
Άλλωστε, για να είμαστε και ρεαλιστές, η σκληρή διαπραγμάτευση προϋποθέτει και μια σειρά όπλα. Ποια είναι ακριβώς αυτά τα όπλα, που δεν γνωρίζει η κυβέρνηση, αλλά τα ξέρει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μας τα έχει πει το επιτελείο του.
Διότι, ας μη γελιόμαστε, στη σημερινή συγκυρία, τυχόν απειλές για «οικειοθελή» έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη (μια… καραμέλα που είχε πέραση παλαιότερα) θα είχαν πολύ μεγαλύτερη επίπτωση στην ίδια τη χώρα, απ' ό,τι στους εταίρους της.
Σε κάθε περίπτωση άλλωστε, η αυτοκαταστροφή ούτε αποτελούσε, ούτε και αποτελεί λύση, για μια κοινωνία που αγωνιά να αυξήσει το βιοτικό της επίπεδο, κι όχι «να πέσει ηρωικά» υπέρ κάποιου απροσδιόριστου ιδεώδους.
Υπό αυτήν την έννοια, οι δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα ότι η κυβέρνηση δεν δικαιούται να διαπραγματεύεται, κι ότι δεν δεσμεύεται από το όποιο αποτέλεσμά τους (παρότι μόλις την Παρασκευή υπήρξε η λεγόμενη δεδηλωμένη) πέρα από αντισυνταγματικές είναι και άνευ ουσιαστικού αντικειμένου.
Αν βρεθεί στην εξουσία, περίπου τα ίδια θα αναγκαστεί να κάνει, εκτός κι αν θέλει να γίνουμε… Κούγκι.
Άκουγα προ ημερών τον προβεβλημένο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκο Στρατούλη να μιλά -ξανά- για τη διαγραφή του ελληνικού χρέους, κι ομολογουμένως εντυπωσιάστηκα.
Ο δημοσιογράφος τον ρώτησε αν θα θεωρούσε ένα είδος έμμεσης διαγραφής και την επιμήκυνση που θέλει να διαπραγματευτεί η ελληνική κυβέρνηση, κι εκείνος απάντησε ότι η λύση της επιμήκυνσης δεν είναι θεμιτή, διότι το χρέος θα το πληρώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Πέρα από την άγνοια που υποδηλώνει η απάντηση σε ό,τι αφορά τη μείωση της πραγματικής αξίας ενός δανείου που επιφέρει η μεγάλη επιμήκυνση όταν συνοδεύεται από χαμηλά επιτόκια, ο κ. Στρατούλης εντυπωσίασε και με την ιδιότυπη «ηθική» αντιμετώπιση του θέματος.
Δεν είναι ηθικό να έχουν το βάρος του χρέους τα παιδιά μας, είναι όμως ηθικό να το επωμιστούν οι φορολογούμενοι των υπόλοιπων κρατών της ευρωζώνης, μεταξύ δε αυτών και οι «αδελφοί» Κύπριοι!
Πολύ φοβάμαι ότι την άποψη αυτή του κ. Στρατούλη δεν τη συμμερίζονται ούτε τα κοινοβούλια (που θα πρέπει να ψηφίσουν υπέρ της διαγραφής), αλλά ούτε και η κοινή γνώμη των περισσοτέρων από αυτά τα κράτη, αν όχι και όλων!
Κάποιοι βεβαίως θα σπεύσουν να αναφέρουν την περίπτωση της Γερμανίας, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να δικαιολογήσουν την προσμονή χαριστικών ρυθμίσεων. Μάλλον ηθελημένα, όμως, λησμονούν τις εντελώς διαφορετικές συνθήκες μεταξύ των δύο περιπτώσεων.
Η Γερμανία ήταν ο ηττημένος του μεγάλου πολέμου, ένα ισχυρό κράτος στα σύνορα της Δυτικής με την Ανατολική Ευρώπη, ένα κράτος που είχε διαμελιστεί και οι σύμμαχοι ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν τις συνθήκες που επικράτησαν εκεί μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησαν τελικά στην άνοδο του Χίτλερ.
Τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει στην ελληνική περίπτωση. Η Ελλάδα χρεοκόπησε πρωτίστως εξαιτίας της ανεύθυνης και καθαρά ψηφοθηρικής πολιτικής που ακολούθησαν εγχώριοι ηγέτες -και οι σύμβουλοί τους-, με κύριες αίτιες τη δημοσιονομική πολιτική (βλέπε δάνεια και δαπάνες) αλλά και την εγκατάλειψη της «παραγωγής» προς όφελος μιας καταναλωτικής οικονομίας με χαρακτηριστικά φούσκας.
Δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα των ανισορροπιών μεταξύ Βορρά και Νότου, που όντως προκάλεσε ο σχηματισμός της ευρωζώνης, με τον τρόπο που έγινε. Γι' αυτό άλλωστε και η περίπτωσή της ήταν πολύ βαρύτερη σε σχέση με τον υπόλοιπο Νότο.
Όσο κράτησε βέβαια το «πάρτι» ήταν ωραίο. Διότι τότε το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε αλματωδώς, κι αυτό βεβαίως δεν διέφυγε της προσοχής των ξένων εταίρων μας, η κοινή γνώμη των οποίων γνωρίζει πολύ καλά ότι η Ελλάδα έζησε αρκετά χρόνια επίπλαστης ευμάρειας, πριν οδεύσει προς την κατάρρευση.
Κι όπως εύκολα αντιλαμβάνεται οποιοσδήποτε, σε τέτοιες περιπτώσεις, η αλληλεγγύη δεν προσφέρεται απλόχερα.
Ουδείς, εν κατακλείδι, αμφιβάλλει ότι το ελληνικό χρέος είναι δυσβάστακτο και δύσκολα θα μπορούσε να αποπληρωθεί ως έχει. Πολιτικά όμως, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, είναι πολύ πιο ρεαλιστικό να περάσει μια λύση «επιμήκυνσής» του (που αφήνει περιθώρια για μελλοντικούς περαιτέρω χειρισμούς), παρά μια λύση μερικής έστω διαγραφής.
Κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, μόνο και μόνο διότι θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και «θα διαπραγματευτεί πολύ σκληρά», όπως διατείνονται ο κ. Στρατούλης και άλλα στελέχη του.
Όπως δεν θα αλλάξει και η οπτική των ξένων για την επιτήρηση που θα πρέπει να έχει η Ελλάδα, ενόσω χρωστά αυτά τα ποσά, απλώς και μόνο διότι θα υπάρξει αλλαγή κυβέρνησης!
Όσοι πιστεύουν κάτι τέτοιο, όσοι πιστεύουν γενικώς ότι «θα έρθει ο Τσίπρας (ή οποιοσδήποτε άλλος) και θα «γλιτώσουμε από τα μνημόνια», με τον τρόπο που το εννοούν, ότι δεν θα έχουμε δηλαδή κάποια μορφή αυστηρής -αν και πολιτικά ίσως περισσότερο διακριτικής- επιτήρησης, απλώς εθελοτυφλούν!
Άλλωστε, για να είμαστε και ρεαλιστές, η σκληρή διαπραγμάτευση προϋποθέτει και μια σειρά όπλα. Ποια είναι ακριβώς αυτά τα όπλα, που δεν γνωρίζει η κυβέρνηση, αλλά τα ξέρει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μας τα έχει πει το επιτελείο του.
Διότι, ας μη γελιόμαστε, στη σημερινή συγκυρία, τυχόν απειλές για «οικειοθελή» έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη (μια… καραμέλα που είχε πέραση παλαιότερα) θα είχαν πολύ μεγαλύτερη επίπτωση στην ίδια τη χώρα, απ' ό,τι στους εταίρους της.
Σε κάθε περίπτωση άλλωστε, η αυτοκαταστροφή ούτε αποτελούσε, ούτε και αποτελεί λύση, για μια κοινωνία που αγωνιά να αυξήσει το βιοτικό της επίπεδο, κι όχι «να πέσει ηρωικά» υπέρ κάποιου απροσδιόριστου ιδεώδους.
Υπό αυτήν την έννοια, οι δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα ότι η κυβέρνηση δεν δικαιούται να διαπραγματεύεται, κι ότι δεν δεσμεύεται από το όποιο αποτέλεσμά τους (παρότι μόλις την Παρασκευή υπήρξε η λεγόμενη δεδηλωμένη) πέρα από αντισυνταγματικές είναι και άνευ ουσιαστικού αντικειμένου.
Αν βρεθεί στην εξουσία, περίπου τα ίδια θα αναγκαστεί να κάνει, εκτός κι αν θέλει να γίνουμε… Κούγκι.
ΠΗΓΗ euro2day.gr
ΣΧΟΛΙΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ :
Για μένα, το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην τελευταία φράση του παραπάνω κειμένου.
Για μένα, το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην τελευταία φράση του παραπάνω κειμένου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μαζεύει ψηφοφόρους οι οποίοι είτε πιστεύουν αυτά που λέει και υπόσχεται, είτε καταλαβαίνουν ότι όλα αυτά είναι αερολογίες και τον ψηφίζουν επειδή ακριβώς δεν θα τα κάνει!
Με λίγα λόγια, προσπαθεί να μαζέψει ψηφοφόρους που όμως ο καθένας σκέφτεται να τον ψηφίσει για διαφορετικούς λόγους και μάλιστα ο καθένας σκέφτεται να τον ψηφίσει γι' αυτό που αυτός -ατομικά- νομίζει ότι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ!
Και τον τέλειο χαρακτηρισμό για τον ΣΥΡΙΖΑ τον έδωσε ο πρωθυπουργός στην βουλή... "αυτό δεν είναι κόμμα, είναι λίστα γάμου"!
Αυτό τα λέει όλα.
Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014
Η κοινωνία των μειονοτήτων...
Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος
"Αντε τελείωνε, έχεις ραντεβού με την τρόικα, πρέπει να φύγεις". Η ιστορική αυτή προτροπή, ως γνωστόν, ακούστηκε προ ημερών στη Βουλή. Την απηύθυνε ο κ. Μπαλασόπουλος στον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Μητσοτάκη ίνα διακηρύξει εις το πανελλήνιον τη δυσφορία του για τα λεγόμενά του.
Οι περισσότεροι βέβαια, ακόμη και οι πολιτικοί αντίπαλοι του κ. Μητσοτάκη, υποθέτω πως θα αποφανθούν ότι το πρόβλημα στη φράση αυτή το έχει ολόκληρο ο κ. Μπαλασόπουλος, ο οποίος σε λίγες μόνον λέξεις κατάφερε να συμπυκνώσει την έλλειψη κοινωνικής και πολιτικής παιδείας που διακρίνει τον αξιοθαύμαστο κατά τα λοιπά νεοελληνικό πολιτισμό. Θα μου πείτε, πριν κατηγορηθεί ο κ. Μπαλασόπουλος, θα πρέπει να κατηγορηθούν όσοι τον δίδαξαν πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά, και επειδή έτσι θα πάει μακριά η βαλίτσα και θα καταλήξουμε για μία ακόμη φορά στο πληκτικό πλέον συμπέρασμα ότι ο ελληνικός σοσιαλισμός, στο μεγαλύτερο μέρος του, κατέστρεψε όποια ψήγματα πολιτικής και κοινωνικής παιδείας είχε αποπειραθεί να οργανώσει η μεταπολίτευση, σταματώ εδώ.
Να θυμίσω απλώς, για να ελαφρύνω κάπως τη θέση του κ. Μπαλασόπουλου, ότι, προ μηνών, άγημα συνδικαλιστών της ΟΛΜΕ είχε καταλάβει το γραφείο του κ. Μητσοτάκη όπου και εδείπνησε με καλαμάκια και πιτόγυρα αφήνοντας τις λαδόκολλες και τα άδεια κουτάκια μπίρας όταν απεχώρησε. Το δε άγημα της ΟΛΜΕ αποτελείται από δασκάλους, οι οποίοι έχουν αναλάβει την εκπαίδευση των τρυφερών βλαστών του ελληνισμού, μεταξύ άλλων, υποθέτω, και αυτών του κ. Μπαλασόπουλου, όθεν συμπεραίνω ότι τα ήθη και τα έθιμα θα κληροδοτηθούν και στις επόμενες γενιές, για όποιους ανησυχούν. Υποθέτω δε ότι ο εκπρόσωπος των Τσιγγάνων που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με τον εισαγγελέα για τα καταπατημένα οικόπεδα του Νομισματοκοπείου θα ήταν πολύ ευπρεπέστερος, ούτε σουβλάκια θα έφαγε ούτε «άντε τέλειωνε» θα είπε. Και το επαναλαμβάνω: δεν είναι θέμα αστικής ευγένειας – αν και αυτή κανέναν δεν έβλαψε. Είναι θέμα κοινωνικής και πολιτικής παιδείας.
Τι σχέση έχει τώρα η ΠΟΕ-ΟΤΑ, της οποίας προΐσταται παραπάνω από μία δεκαετία ο κ. Μπαλασόπουλος, με την ΟΛΜΕ και τους Τσιγγάνους του Νομισματοκοπείου; Είναι ότι και οι τρεις αυτές πληθυσμιακές ομάδες –πώς αλλιώς να τις χαρακτηρίσω;– έχουν μειονοτική συνείδηση, η οποία τους επιβάλλει να μάχονται για τα ήθη και τα έθιμά τους. Στην περίπτωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα κατεστημένα ήθη ορίζουν ότι όσοι φέρουν τα φυλετικά χαρακτηριστικά του δημοτικού υπαλλήλου δεν αναγνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στο πλαστό και το γνήσιο – εντελώς περιττή διάκριση, που την έχει επιβάλει ο αυταρχικός καπιταλισμός. Στην περίπτωση των δασκάλων, οι άγραφοι νόμοι της φυλής ορίζουν ότι το έργο θα αξιολογείται από τα «ματάκια των παιδιών στην τάξη» και όχι από κριτήρια ας πούμε αντικειμενικά. Και αυτό από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην περίπτωση των Τσιγγάνων τα πράγματα είναι πιο απλά: εγκαθίστανται όπου τους βολεύει, και στήνουν τα παραπήγματά τους κατά προτίμηση σε ιδιωτικούς χώρους για να είναι εντάξει με το ελληνικό Δημόσιο, γνωρίζοντας επίσης ότι οι μειονότητες είναι ισχυρότερες από τους ιδιώτες απέναντι στο Δημόσιο.
Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία μειονοτήτων, ένα είδος μωσαϊκού όπου διάφορες κοινωνικές ομάδες αδιαφορούν για τους νόμους και τους κανόνες της συνύπαρξης προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικά τους ήθη και έθιμα – τα «κεκτημένα» τους στην καθομιλουμένη. Να σημειώσω ότι και η νεολαία αντιμετωπίζεται από πολλούς ως μειονότητα η οποία, όταν οδηγηθεί στα άκρα, διεκδικεί το δικαίωμα να σπάει και να καίει ό,τι βρει, όπως το 2008. Να σημειώσω επίσης ότι και ορισμένες πολιτικές δυνάμεις εμφανίζονται και δρουν ως οργανωμένες μειονότητες και ας ανήκουν σε όλο το πολιτικό φάσμα, από τη Χρυσή Αυγή έως την αριστερά της αριστεράς, τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τα παιδιά της Χρυσής Αυγής προσπαθούν να έχουν παρόμοιο σωματότυπο ο ένας με τον άλλον και συναφείς φυσιογνωμίες. Το ίδιο ισχύει και με το ιδιόλεκτο της άκρας αριστεράς. Η πιο ουσιαστική δυσκολία που αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ στο κατώφλι της διακυβέρνησης της χώρας είναι η αδυναμία του ή η απροθυμία πολλών από τα στελέχη του να απαγκιστρωθούν από τη νοοτροπία της μειονότητας. Εξάλλου και η προστασία των μειονοτήτων είναι κι αυτό ένα αξιοσέβαστο επάγγελμα, του οποίου οι επιτηδευματίες έχουν κάθε συμφέρον να ανακαλύπτουν καταπιεσμένες μειονότητες παντού.
Πολλοί θα πουν, και το λένε, πως η αποσύνθεση της ελληνικής κοινωνίας σε μια συνάθροιση μειονοτήτων οφείλεται σε αταβιστικά αντανακλαστικά, στην κοινοτική συγκρότηση που εξασφάλισε την επιβίωση των πυρήνων του ελληνισμού. Μπορεί. Ομως δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τη συνεισφορά του διαλυμένου ελληνικού Δημοσίου, η αγριότητα –και όχι ο αυταρχισμός– του οποίου αφήνει απροστάτευτο τον πολίτη ο οποίος για να επιβιώσει είναι αναγκασμένος να οργανωθεί σε μειονότητες, όπως οι φυλές της υποσαχαρίου Αφρικής εντάσσονται στις διάφορες εκκλησίες των ευαγγελικών για να βρουν την προστασία που κανείς δεν τους προσφέρει. Τι έγινε πρώτα, η κότα ή το αυγό; Σημασία έχει ότι αυτήν τη στιγμή η μειονοτική νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας είναι τόσο ισχυρή, που δύσκολα θα επιτρέψει στο αναξιόπιστο, δυσλειτουργικό, ανίκανο και αδηφάγο Δημόσιο να μεταμορφωθεί. Θα μου πείτε εδώ κατάφεραν να δημιουργήσουν νοοτροπία διωκόμενης μειονότητας στην πλειονότητα του πληθυσμού, που είναι οι ιδιοκτήτες των ακινήτων.
"Αντε τελείωνε, έχεις ραντεβού με την τρόικα, πρέπει να φύγεις". Η ιστορική αυτή προτροπή, ως γνωστόν, ακούστηκε προ ημερών στη Βουλή. Την απηύθυνε ο κ. Μπαλασόπουλος στον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Μητσοτάκη ίνα διακηρύξει εις το πανελλήνιον τη δυσφορία του για τα λεγόμενά του.
Οι περισσότεροι βέβαια, ακόμη και οι πολιτικοί αντίπαλοι του κ. Μητσοτάκη, υποθέτω πως θα αποφανθούν ότι το πρόβλημα στη φράση αυτή το έχει ολόκληρο ο κ. Μπαλασόπουλος, ο οποίος σε λίγες μόνον λέξεις κατάφερε να συμπυκνώσει την έλλειψη κοινωνικής και πολιτικής παιδείας που διακρίνει τον αξιοθαύμαστο κατά τα λοιπά νεοελληνικό πολιτισμό. Θα μου πείτε, πριν κατηγορηθεί ο κ. Μπαλασόπουλος, θα πρέπει να κατηγορηθούν όσοι τον δίδαξαν πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά, και επειδή έτσι θα πάει μακριά η βαλίτσα και θα καταλήξουμε για μία ακόμη φορά στο πληκτικό πλέον συμπέρασμα ότι ο ελληνικός σοσιαλισμός, στο μεγαλύτερο μέρος του, κατέστρεψε όποια ψήγματα πολιτικής και κοινωνικής παιδείας είχε αποπειραθεί να οργανώσει η μεταπολίτευση, σταματώ εδώ.
Να θυμίσω απλώς, για να ελαφρύνω κάπως τη θέση του κ. Μπαλασόπουλου, ότι, προ μηνών, άγημα συνδικαλιστών της ΟΛΜΕ είχε καταλάβει το γραφείο του κ. Μητσοτάκη όπου και εδείπνησε με καλαμάκια και πιτόγυρα αφήνοντας τις λαδόκολλες και τα άδεια κουτάκια μπίρας όταν απεχώρησε. Το δε άγημα της ΟΛΜΕ αποτελείται από δασκάλους, οι οποίοι έχουν αναλάβει την εκπαίδευση των τρυφερών βλαστών του ελληνισμού, μεταξύ άλλων, υποθέτω, και αυτών του κ. Μπαλασόπουλου, όθεν συμπεραίνω ότι τα ήθη και τα έθιμα θα κληροδοτηθούν και στις επόμενες γενιές, για όποιους ανησυχούν. Υποθέτω δε ότι ο εκπρόσωπος των Τσιγγάνων που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με τον εισαγγελέα για τα καταπατημένα οικόπεδα του Νομισματοκοπείου θα ήταν πολύ ευπρεπέστερος, ούτε σουβλάκια θα έφαγε ούτε «άντε τέλειωνε» θα είπε. Και το επαναλαμβάνω: δεν είναι θέμα αστικής ευγένειας – αν και αυτή κανέναν δεν έβλαψε. Είναι θέμα κοινωνικής και πολιτικής παιδείας.
Τι σχέση έχει τώρα η ΠΟΕ-ΟΤΑ, της οποίας προΐσταται παραπάνω από μία δεκαετία ο κ. Μπαλασόπουλος, με την ΟΛΜΕ και τους Τσιγγάνους του Νομισματοκοπείου; Είναι ότι και οι τρεις αυτές πληθυσμιακές ομάδες –πώς αλλιώς να τις χαρακτηρίσω;– έχουν μειονοτική συνείδηση, η οποία τους επιβάλλει να μάχονται για τα ήθη και τα έθιμά τους. Στην περίπτωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα κατεστημένα ήθη ορίζουν ότι όσοι φέρουν τα φυλετικά χαρακτηριστικά του δημοτικού υπαλλήλου δεν αναγνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στο πλαστό και το γνήσιο – εντελώς περιττή διάκριση, που την έχει επιβάλει ο αυταρχικός καπιταλισμός. Στην περίπτωση των δασκάλων, οι άγραφοι νόμοι της φυλής ορίζουν ότι το έργο θα αξιολογείται από τα «ματάκια των παιδιών στην τάξη» και όχι από κριτήρια ας πούμε αντικειμενικά. Και αυτό από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην περίπτωση των Τσιγγάνων τα πράγματα είναι πιο απλά: εγκαθίστανται όπου τους βολεύει, και στήνουν τα παραπήγματά τους κατά προτίμηση σε ιδιωτικούς χώρους για να είναι εντάξει με το ελληνικό Δημόσιο, γνωρίζοντας επίσης ότι οι μειονότητες είναι ισχυρότερες από τους ιδιώτες απέναντι στο Δημόσιο.
Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία μειονοτήτων, ένα είδος μωσαϊκού όπου διάφορες κοινωνικές ομάδες αδιαφορούν για τους νόμους και τους κανόνες της συνύπαρξης προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικά τους ήθη και έθιμα – τα «κεκτημένα» τους στην καθομιλουμένη. Να σημειώσω ότι και η νεολαία αντιμετωπίζεται από πολλούς ως μειονότητα η οποία, όταν οδηγηθεί στα άκρα, διεκδικεί το δικαίωμα να σπάει και να καίει ό,τι βρει, όπως το 2008. Να σημειώσω επίσης ότι και ορισμένες πολιτικές δυνάμεις εμφανίζονται και δρουν ως οργανωμένες μειονότητες και ας ανήκουν σε όλο το πολιτικό φάσμα, από τη Χρυσή Αυγή έως την αριστερά της αριστεράς, τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τα παιδιά της Χρυσής Αυγής προσπαθούν να έχουν παρόμοιο σωματότυπο ο ένας με τον άλλον και συναφείς φυσιογνωμίες. Το ίδιο ισχύει και με το ιδιόλεκτο της άκρας αριστεράς. Η πιο ουσιαστική δυσκολία που αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ στο κατώφλι της διακυβέρνησης της χώρας είναι η αδυναμία του ή η απροθυμία πολλών από τα στελέχη του να απαγκιστρωθούν από τη νοοτροπία της μειονότητας. Εξάλλου και η προστασία των μειονοτήτων είναι κι αυτό ένα αξιοσέβαστο επάγγελμα, του οποίου οι επιτηδευματίες έχουν κάθε συμφέρον να ανακαλύπτουν καταπιεσμένες μειονότητες παντού.
Πολλοί θα πουν, και το λένε, πως η αποσύνθεση της ελληνικής κοινωνίας σε μια συνάθροιση μειονοτήτων οφείλεται σε αταβιστικά αντανακλαστικά, στην κοινοτική συγκρότηση που εξασφάλισε την επιβίωση των πυρήνων του ελληνισμού. Μπορεί. Ομως δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τη συνεισφορά του διαλυμένου ελληνικού Δημοσίου, η αγριότητα –και όχι ο αυταρχισμός– του οποίου αφήνει απροστάτευτο τον πολίτη ο οποίος για να επιβιώσει είναι αναγκασμένος να οργανωθεί σε μειονότητες, όπως οι φυλές της υποσαχαρίου Αφρικής εντάσσονται στις διάφορες εκκλησίες των ευαγγελικών για να βρουν την προστασία που κανείς δεν τους προσφέρει. Τι έγινε πρώτα, η κότα ή το αυγό; Σημασία έχει ότι αυτήν τη στιγμή η μειονοτική νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας είναι τόσο ισχυρή, που δύσκολα θα επιτρέψει στο αναξιόπιστο, δυσλειτουργικό, ανίκανο και αδηφάγο Δημόσιο να μεταμορφωθεί. Θα μου πείτε εδώ κατάφεραν να δημιουργήσουν νοοτροπία διωκόμενης μειονότητας στην πλειονότητα του πληθυσμού, που είναι οι ιδιοκτήτες των ακινήτων.
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014
Οι εξελίξεις ήταν προδιαγεγραμμένες...
Γράφει ο Φώτης Γεωργελές
Οι δήμαρχοι της αντιπολίτευσης δεν επιτρέπουν στους επιθεωρητές Δημόσιας Διοίκησης να κάνουν ελέγχους για παράτυπες προσλήψεις στο Δημόσιο με πλαστά δικαιολογητικά. Ο υπουργός Εσωτερικών διαφωνεί με τον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και συμφωνεί με την περιφερειάρχη του Σύριζα. Οι συνδικαλιστές απεργούν και κάνουν καταλήψεις στα δημαρχεία εναντίον των ελέγχων και της αξιολόγησης. Όλη η Ελλάδα σε τρεις γραμμές.
Οι εξελίξεις ήταν προδιαγεγραμμένες. Την επομένη των ευρωεκλογών, ο πρωθυπουργός εμφάνισε ως κυβέρνηση τον γαλάζιο Σύριζα για να αντιπαρατεθεί στον ροζ ο οποίος είχε νικήσει στις εκλογές. Ο ανασχηματισμός σήμανε το τέλος των όποιων λιγοστών προσπαθειών και αυτής της κυβέρνησης να ακολουθήσει το πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Όλα όσα επακολούθησαν, success story, ραντεβού με την τρόικα στο Παρίσι, δανεισμοί από τις αγορές, προαναγγελία του τέλους των μνημονίων, βιασύνη για επιστροφή στις επιλεκτικές αυξήσεις (ενστόλων, δικαστών) και στις επιλεκτικές μειώσεις φόρων (αγροτών) είχαν ένα μόνο στόχο: Τις επόμενες εκλογές που δεν θα αργήσουν.
Οι εκλογές δεν γίνονται επειδή δεν θα αθροιστεί η απαραίτητη πλειοψηφία για Πρόεδρο. Αλλά επειδή και αυτή η κυβέρνηση, όπως οι προηγούμενες, δεν μπορεί να προχωρήσει στις αλλαγές που χρειάζεται η χώρα. Μία-μία εγκαταλείπει και πετάει το μπαλάκι στην επόμενη. Τα όνειρά σου μην τα λες γιατί μια νύχτα κρύα, ξαφνικά ο Σύριζα συνειδητοποιεί πως ό,τι ευχόταν μπορεί και να πραγματοποιηθεί. Αν δεν ήταν τόσο δύσκολη η κατάσταση θα ήταν διασκεδαστικό να τους βλέπεις να τρέχουν ο ένας στο Κόμο, ο άλλος στον Ντράγκι, ο τρίτος στο ΔΝΤ. Εκείνος ο έρμος ο Δραγασάκης έχει γίνει Μπαμπινιώτης, κάθε βδομάδα εφευρίσκει ένα νέο όρο, αυτή την εβδομάδα ο Σύριζα θα κάνει «απόσυρση χρέους». Είναι πια αργά. Το πρόβλημα που καταστρέφει κόμματα τώρα φτάνει στον Σύριζα.
Είμαστε καταδικασμένοι ως χώρα να επαναλαμβάνουμε συνεχώς 5 χρόνια τον εαυτό μας. Να εφευρίσκουμε «ισοδύναμα», δηλαδή κι άλλους φόρους, για να μην προχωρήσουμε στις αλλαγές που θα κάνουν βιώσιμη την οικονομία. Να αδημονούμε για να δανειστούμε ξανά με υψηλά επιτόκια από τις αγορές, όπως κάναμε πάντα, αρκεί να απαλλαγούμε από τους ενοχλητικούς που μιλάνε για αναγκαστικές αλλαγές ώστε να πάρει μπρος η οικονομία. Είδατε κανέναν από όλους αυτούς που εξεγείρονται εναντίον του χρέους προς τα ευρωπαϊκά κράτη, να λέει τίποτα για το καινούργιο χρέος που προσθέτουμε με επιτόκια τριπλάσια; 5 χρόνια, μια προσπάθεια κοινή, να διατηρηθεί ο κρατισμός, το πελατειακό κράτος, ο παρασιτισμός.
Γιατί οι προσπάθειες όλων αποτυγχάνουν; Είναι η πραγματικότητα, ηλίθιε. Το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί και δεν θέλει να διαβάσει την πραγματικότητα. Ότι ο κόσμος μας έχει αλλάξει, έχει πάρει επικίνδυνη τροχιά. Ότι οι σαρωτικές αλλαγές στη νέα οικονομία κάνουν την προσαρμογή ζήτημα ζωής και θανάτου, ότι οι ταχύτητες έχουν αλλάξει. Όλη η Ευρώπη έχει πρόβλημα, η Ελλάδα, ο πιο αδύναμος κρίκος με δομές της δεκαετίας του ’70, δεν κινδυνεύει απλώς να φτωχύνει, αλλά να αλλάξει κατηγορία, να χαθεί.
Το πολιτικό σύστημα πίστευε ότι μπορεί να διαχειριστεί τη χρεοκοπία, τη κρίση, τα μνημόνια, όπως έκανε πάντα. Κάθε δεκαετία το χρέος απειλούσε να μας πνίξει. Και κάθε μέσα της δεκαετίας οι κυβερνήσεις εφάρμοζαν προγράμματα σταθερότητας, μάζευαν την κατάσταση έστω στο παραπέντε. Εκτός από τη λαίλαπα των χρόνων 2004-2009, όταν η κυβέρνηση έκανε ανάποδο τιμόνι, εκτίναξε τα ελλείμματα και τα χρέη και εκτροχίασε τη χώρα. Πίστευαν ότι με μια σκληρή πολιτική λιτότητας, με φόρους, με οριζόντιες μειώσεις, για άλλη μια φορά θα ξεπερνούσαν το πρόβλημα και θα συνέχιζαν ανενόχλητοι στο ίδιο παρασιτικό σύστημα. Για κάθε διαρθρωτική αλλαγή στην οικονομία, για αποκρατικοποιήσεις, για μείωση των δομών της κρατικής γραφειοκρατίας, είχαν έτοιμο ένα «ισοδύναμο», άλλον ένα φόρο. Με συνέπεια, 7ο χρόνο ύφεσης. Οι άλλες χώρες περνάνε ξανά στην ανάπτυξη, οι μισθοί ανεβαίνουν, η οικονομία παίρνει πάλι μπρος, εκτός από την Ελλάδα.
Έκαναν λάθος εκτίμηση, και επειδή έκαναν λάθος, η πολιτική τους ήταν δομημένη πάνω στο λαϊκισμό της καταγγελίας του αντιπάλου και των Ευρωπαίων. Πίστευαν ότι η αντίπαλη κυβέρνηση θα πάρει τα σκληρά μέτρα, θα μειώσει τα ελλείμματα, αυτοί θα είναι οι «φίλοι του λαού» που καταγγέλλουν τους «ανάλγητους» και, μόλις ισορροπήσει το πράγμα, θα ’ρθουν εκείνοι στην εξουσία να ξαναρχίσουν απ’ την αρχή. Ένας ένας βλέπουν τώρα ότι οι ελπίδες ήταν φρούδες. Κανείς δεν θα γλιτώσει από την πραγματικότητα, κανείς δεν θα κάνει το μάγκα πουλώντας φύκια στα τηλεοπτικά παράθυρα.
Γιατί το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι το χρέος, ούτε τα μνημόνια φυσικά και η Ευρώπη. Το πρόβλημά μας είναι η οικονομία που δεν είναι βιώσιμη. 5 χρόνια παρακολουθούμε επικοινωνιακά παιχνίδια, στήνονται πόλεμοι, ηρωικές μάχες, σκισίματα, διαγραφές, επαναδιαπραγματεύσεις, αποσύρσεις. Μόλις τελειώσουν τα δελτία των 8, τα προβλήματα είναι πάντα εδώ.
Κανείς δεν πρόκειται να επενδύσει σ’ αυτή τη χώρα που αλλάζει κάθε χρόνο το φόρο ακίνητης περιουσίας και κάθε μήνα τον τροποποιεί. Κανείς δεν πρόκειται να επενδύσει στη χώρα που τα δικαστήρια καθορίζουν το ωράριο λειτουργίας των μαγαζιών.
Μετά από όλη αυτή τη κρίση και την καταστροφή, το κόστος του κράτους είναι ακόμα 83 δις. Το φανερό κόστος, γιατί το κρυφό που καμουφλάρεται με τη λεηλασία των ΕΣΠΑ και των προγραμμάτων ανεργίας για να πληρώνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι, είναι ακόμα μεγαλύτερο. Δεν μπορεί αυτή η οικονομία να αντέξει το κόστος αυτού του κράτους. Και οι άλλοι θέλουν να το κάνουν μεγαλύτερο. Όσες αποφάσεις κι αν βγάλει η δικαιοσύνη για τους μισθούς της, τόσο άδικος και υψηλός θα γίνεται ο ΕΝΦΙΑ, τόσο οι φόροι θα μένουν απλήρωτοι και οι πολίτες θα απειλούνται με κατάσχεση καταθέσεων. Μέχρι να εκμηδενιστούν οι καταθέσεις τελείως.
Δεν είναι βιώσιμη μια οικονομία που οι συνταξιούχοι είναι όσοι σχεδόν και αυτοί που δουλεύουν, που όσοι είναι εκτός παραγωγής είναι περισσότεροι από όσους εργάζονται. Και συνεχίζουν να βγαίνουν 100άδες χιλιάδες κάθε χρόνο στη σύνταξη. 57,8 έτη έχει φτάσει ο μέσος όρος εξόδου στη σύνταξη, συνεχώς κατεβαίνει όταν σε όλο τον άλλο κόσμο ανεβαίνει. Αυτό το κράτος δεν είναι βιώσιμο. Αυτή η οικονομία θα αλλάξει ή θα καταστραφεί.
Τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα δεν μπόρεσαν να την αλλάξουν και τώρα φτάνει η σειρά του επόμενου, το οποίο είναι και το λιγότερο προετοιμασμένο για να το επιτύχει. Το πρόβλημα με τον Σύριζα δεν είναι τι θα κάνει με τους Ευρωπαίους, θα εφεύρει μερικές «αποσύρσεις χρέους» ακόμα και θα κάνει τη «ρεαλιστική στροφή» που όλοι διαβλέπουν. Το πρόβλημα είναι πως ολόκληρη η ύπαρξη και μεγέθυνσή του είναι στηριγμένη ακριβώς σ’ αυτό που πρέπει να αλλάξει: τον κρατισμό. Η πρόσκρουση στην πραγματικότητα θα είναι σφοδρότερη απ’ ό,τι των ανταγωνιστών του.
Στους κόλπους του παλιού πολιτικού συστήματος ωριμάζουν τον τελευταίο καιρό πιο κυνικές σκέψεις. Ο καθένας θεωρεί ότι πλήρωσε ό,τι μπορούσε να πληρώσει για να ξεπληρώσει το χρέος του σ’ αυτή την κρίση. Ας πληρώσουν και οι άλλοι. Σταματάνε την προσπάθεια, σηκώνουν τα χέρια, κι εμείς «φίλοι του λαού» είμαστε. Και κάποιοι πιστεύουν ότι αυτή η κοινωνία δεν πρόκειται να ωριμάσει και να αποδεχτεί την πραγματικότητα, πριν περάσουμε τον Γολγοθά, πριν καταρρεύσει κάθε ψεύτικη ελπίδα, κάθε λαϊκισμός, κάθε δημαγωγία. Αυτές οι σκέψεις ενέχουν ένα είδος ιστορικής δικαιοσύνης, δεν αντιλέγω. Μόνο που η ζωή δεν είναι δραματικό μυθιστόρημα, που το τελειώνεις και αρχίζεις ένα άλλο. Η ζωή είναι μία, αυτή, και δεν θα ζήσουμε άλλη. Και όσοι με ψέματα και μισές αλήθειες τυχοδιωκτικά οδηγούν τα πράγματα σε δραματικό φινάλε, δεν θα αθωωθούν από την ιστορία. Ένοχος δεν είναι μόνο ο τελευταίος παραλήπτης της κρίσης.
Οι δήμαρχοι της αντιπολίτευσης δεν επιτρέπουν στους επιθεωρητές Δημόσιας Διοίκησης να κάνουν ελέγχους για παράτυπες προσλήψεις στο Δημόσιο με πλαστά δικαιολογητικά. Ο υπουργός Εσωτερικών διαφωνεί με τον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και συμφωνεί με την περιφερειάρχη του Σύριζα. Οι συνδικαλιστές απεργούν και κάνουν καταλήψεις στα δημαρχεία εναντίον των ελέγχων και της αξιολόγησης. Όλη η Ελλάδα σε τρεις γραμμές.
Οι εξελίξεις ήταν προδιαγεγραμμένες. Την επομένη των ευρωεκλογών, ο πρωθυπουργός εμφάνισε ως κυβέρνηση τον γαλάζιο Σύριζα για να αντιπαρατεθεί στον ροζ ο οποίος είχε νικήσει στις εκλογές. Ο ανασχηματισμός σήμανε το τέλος των όποιων λιγοστών προσπαθειών και αυτής της κυβέρνησης να ακολουθήσει το πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Όλα όσα επακολούθησαν, success story, ραντεβού με την τρόικα στο Παρίσι, δανεισμοί από τις αγορές, προαναγγελία του τέλους των μνημονίων, βιασύνη για επιστροφή στις επιλεκτικές αυξήσεις (ενστόλων, δικαστών) και στις επιλεκτικές μειώσεις φόρων (αγροτών) είχαν ένα μόνο στόχο: Τις επόμενες εκλογές που δεν θα αργήσουν.
Οι εκλογές δεν γίνονται επειδή δεν θα αθροιστεί η απαραίτητη πλειοψηφία για Πρόεδρο. Αλλά επειδή και αυτή η κυβέρνηση, όπως οι προηγούμενες, δεν μπορεί να προχωρήσει στις αλλαγές που χρειάζεται η χώρα. Μία-μία εγκαταλείπει και πετάει το μπαλάκι στην επόμενη. Τα όνειρά σου μην τα λες γιατί μια νύχτα κρύα, ξαφνικά ο Σύριζα συνειδητοποιεί πως ό,τι ευχόταν μπορεί και να πραγματοποιηθεί. Αν δεν ήταν τόσο δύσκολη η κατάσταση θα ήταν διασκεδαστικό να τους βλέπεις να τρέχουν ο ένας στο Κόμο, ο άλλος στον Ντράγκι, ο τρίτος στο ΔΝΤ. Εκείνος ο έρμος ο Δραγασάκης έχει γίνει Μπαμπινιώτης, κάθε βδομάδα εφευρίσκει ένα νέο όρο, αυτή την εβδομάδα ο Σύριζα θα κάνει «απόσυρση χρέους». Είναι πια αργά. Το πρόβλημα που καταστρέφει κόμματα τώρα φτάνει στον Σύριζα.
Είμαστε καταδικασμένοι ως χώρα να επαναλαμβάνουμε συνεχώς 5 χρόνια τον εαυτό μας. Να εφευρίσκουμε «ισοδύναμα», δηλαδή κι άλλους φόρους, για να μην προχωρήσουμε στις αλλαγές που θα κάνουν βιώσιμη την οικονομία. Να αδημονούμε για να δανειστούμε ξανά με υψηλά επιτόκια από τις αγορές, όπως κάναμε πάντα, αρκεί να απαλλαγούμε από τους ενοχλητικούς που μιλάνε για αναγκαστικές αλλαγές ώστε να πάρει μπρος η οικονομία. Είδατε κανέναν από όλους αυτούς που εξεγείρονται εναντίον του χρέους προς τα ευρωπαϊκά κράτη, να λέει τίποτα για το καινούργιο χρέος που προσθέτουμε με επιτόκια τριπλάσια; 5 χρόνια, μια προσπάθεια κοινή, να διατηρηθεί ο κρατισμός, το πελατειακό κράτος, ο παρασιτισμός.
Γιατί οι προσπάθειες όλων αποτυγχάνουν; Είναι η πραγματικότητα, ηλίθιε. Το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί και δεν θέλει να διαβάσει την πραγματικότητα. Ότι ο κόσμος μας έχει αλλάξει, έχει πάρει επικίνδυνη τροχιά. Ότι οι σαρωτικές αλλαγές στη νέα οικονομία κάνουν την προσαρμογή ζήτημα ζωής και θανάτου, ότι οι ταχύτητες έχουν αλλάξει. Όλη η Ευρώπη έχει πρόβλημα, η Ελλάδα, ο πιο αδύναμος κρίκος με δομές της δεκαετίας του ’70, δεν κινδυνεύει απλώς να φτωχύνει, αλλά να αλλάξει κατηγορία, να χαθεί.
Το πολιτικό σύστημα πίστευε ότι μπορεί να διαχειριστεί τη χρεοκοπία, τη κρίση, τα μνημόνια, όπως έκανε πάντα. Κάθε δεκαετία το χρέος απειλούσε να μας πνίξει. Και κάθε μέσα της δεκαετίας οι κυβερνήσεις εφάρμοζαν προγράμματα σταθερότητας, μάζευαν την κατάσταση έστω στο παραπέντε. Εκτός από τη λαίλαπα των χρόνων 2004-2009, όταν η κυβέρνηση έκανε ανάποδο τιμόνι, εκτίναξε τα ελλείμματα και τα χρέη και εκτροχίασε τη χώρα. Πίστευαν ότι με μια σκληρή πολιτική λιτότητας, με φόρους, με οριζόντιες μειώσεις, για άλλη μια φορά θα ξεπερνούσαν το πρόβλημα και θα συνέχιζαν ανενόχλητοι στο ίδιο παρασιτικό σύστημα. Για κάθε διαρθρωτική αλλαγή στην οικονομία, για αποκρατικοποιήσεις, για μείωση των δομών της κρατικής γραφειοκρατίας, είχαν έτοιμο ένα «ισοδύναμο», άλλον ένα φόρο. Με συνέπεια, 7ο χρόνο ύφεσης. Οι άλλες χώρες περνάνε ξανά στην ανάπτυξη, οι μισθοί ανεβαίνουν, η οικονομία παίρνει πάλι μπρος, εκτός από την Ελλάδα.
Έκαναν λάθος εκτίμηση, και επειδή έκαναν λάθος, η πολιτική τους ήταν δομημένη πάνω στο λαϊκισμό της καταγγελίας του αντιπάλου και των Ευρωπαίων. Πίστευαν ότι η αντίπαλη κυβέρνηση θα πάρει τα σκληρά μέτρα, θα μειώσει τα ελλείμματα, αυτοί θα είναι οι «φίλοι του λαού» που καταγγέλλουν τους «ανάλγητους» και, μόλις ισορροπήσει το πράγμα, θα ’ρθουν εκείνοι στην εξουσία να ξαναρχίσουν απ’ την αρχή. Ένας ένας βλέπουν τώρα ότι οι ελπίδες ήταν φρούδες. Κανείς δεν θα γλιτώσει από την πραγματικότητα, κανείς δεν θα κάνει το μάγκα πουλώντας φύκια στα τηλεοπτικά παράθυρα.
Γιατί το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι το χρέος, ούτε τα μνημόνια φυσικά και η Ευρώπη. Το πρόβλημά μας είναι η οικονομία που δεν είναι βιώσιμη. 5 χρόνια παρακολουθούμε επικοινωνιακά παιχνίδια, στήνονται πόλεμοι, ηρωικές μάχες, σκισίματα, διαγραφές, επαναδιαπραγματεύσεις, αποσύρσεις. Μόλις τελειώσουν τα δελτία των 8, τα προβλήματα είναι πάντα εδώ.
Κανείς δεν πρόκειται να επενδύσει σ’ αυτή τη χώρα που αλλάζει κάθε χρόνο το φόρο ακίνητης περιουσίας και κάθε μήνα τον τροποποιεί. Κανείς δεν πρόκειται να επενδύσει στη χώρα που τα δικαστήρια καθορίζουν το ωράριο λειτουργίας των μαγαζιών.
Μετά από όλη αυτή τη κρίση και την καταστροφή, το κόστος του κράτους είναι ακόμα 83 δις. Το φανερό κόστος, γιατί το κρυφό που καμουφλάρεται με τη λεηλασία των ΕΣΠΑ και των προγραμμάτων ανεργίας για να πληρώνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι, είναι ακόμα μεγαλύτερο. Δεν μπορεί αυτή η οικονομία να αντέξει το κόστος αυτού του κράτους. Και οι άλλοι θέλουν να το κάνουν μεγαλύτερο. Όσες αποφάσεις κι αν βγάλει η δικαιοσύνη για τους μισθούς της, τόσο άδικος και υψηλός θα γίνεται ο ΕΝΦΙΑ, τόσο οι φόροι θα μένουν απλήρωτοι και οι πολίτες θα απειλούνται με κατάσχεση καταθέσεων. Μέχρι να εκμηδενιστούν οι καταθέσεις τελείως.
Δεν είναι βιώσιμη μια οικονομία που οι συνταξιούχοι είναι όσοι σχεδόν και αυτοί που δουλεύουν, που όσοι είναι εκτός παραγωγής είναι περισσότεροι από όσους εργάζονται. Και συνεχίζουν να βγαίνουν 100άδες χιλιάδες κάθε χρόνο στη σύνταξη. 57,8 έτη έχει φτάσει ο μέσος όρος εξόδου στη σύνταξη, συνεχώς κατεβαίνει όταν σε όλο τον άλλο κόσμο ανεβαίνει. Αυτό το κράτος δεν είναι βιώσιμο. Αυτή η οικονομία θα αλλάξει ή θα καταστραφεί.
Τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα δεν μπόρεσαν να την αλλάξουν και τώρα φτάνει η σειρά του επόμενου, το οποίο είναι και το λιγότερο προετοιμασμένο για να το επιτύχει. Το πρόβλημα με τον Σύριζα δεν είναι τι θα κάνει με τους Ευρωπαίους, θα εφεύρει μερικές «αποσύρσεις χρέους» ακόμα και θα κάνει τη «ρεαλιστική στροφή» που όλοι διαβλέπουν. Το πρόβλημα είναι πως ολόκληρη η ύπαρξη και μεγέθυνσή του είναι στηριγμένη ακριβώς σ’ αυτό που πρέπει να αλλάξει: τον κρατισμό. Η πρόσκρουση στην πραγματικότητα θα είναι σφοδρότερη απ’ ό,τι των ανταγωνιστών του.
Στους κόλπους του παλιού πολιτικού συστήματος ωριμάζουν τον τελευταίο καιρό πιο κυνικές σκέψεις. Ο καθένας θεωρεί ότι πλήρωσε ό,τι μπορούσε να πληρώσει για να ξεπληρώσει το χρέος του σ’ αυτή την κρίση. Ας πληρώσουν και οι άλλοι. Σταματάνε την προσπάθεια, σηκώνουν τα χέρια, κι εμείς «φίλοι του λαού» είμαστε. Και κάποιοι πιστεύουν ότι αυτή η κοινωνία δεν πρόκειται να ωριμάσει και να αποδεχτεί την πραγματικότητα, πριν περάσουμε τον Γολγοθά, πριν καταρρεύσει κάθε ψεύτικη ελπίδα, κάθε λαϊκισμός, κάθε δημαγωγία. Αυτές οι σκέψεις ενέχουν ένα είδος ιστορικής δικαιοσύνης, δεν αντιλέγω. Μόνο που η ζωή δεν είναι δραματικό μυθιστόρημα, που το τελειώνεις και αρχίζεις ένα άλλο. Η ζωή είναι μία, αυτή, και δεν θα ζήσουμε άλλη. Και όσοι με ψέματα και μισές αλήθειες τυχοδιωκτικά οδηγούν τα πράγματα σε δραματικό φινάλε, δεν θα αθωωθούν από την ιστορία. Ένοχος δεν είναι μόνο ο τελευταίος παραλήπτης της κρίσης.
ΠΗΓΗ athensvoice.gr
Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014
Συστημικός λαϊκισμός...
Γράφει η Αγγελική Σπανού
Αυτά θέλει ο κόσμος; Κόμματα και πολιτικοί πριν αποφασίσουν τι θα πουν και τι θα κάνουν ψάχνουν να βρουν τι ζητούν οι κάτω - είναι κομμάτι του προβλήματος. Προσπαθούν να ικανοποιήσουν το λαϊκό αίσθημα και να κατέβουν όσο πιο χαμηλά χρειάζεται για να φτάσουν κοντά στο εκλογικό σώμα. Τα μέσα είναι ίδια ανεξάρτητα ιδεολογικού προσδιορισμού: Παροχολογία, υποσχεσιολογία, δημαγωγία, πελατειασμός, κολακεία του ακροατηρίου, διέγερση εθνικιστικών συνδρόμων, μετάθεση ευθύνης, κατασκευή εξωτερικού εχθρού και καλλιέργεια της ανορθολογικής αισιοδοξίας ότι είναι απλό και εύκολο να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο.
Η λογική που διαπνέει το πολιτικό σύστημα είναι ότι η κατάκτηση της εξουσίας γίνεται μόνο μέσα από την εξαπάτηση, με τα προεκλογικά ψέματα που αποκαλύπτονται μετεκλογικά, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια συνειδητή αποπλάνηση αφού κανείς δεν πιστεύει κανέναν: Ούτε οι πολίτες θεωρούν πως ακούν την αλήθεια, ούτε οι πολιτικοί θεωρούν ότι ο λαός στον οποίο υποκύπτουν είναι σοφός. Οι πολίτες ελπίζουν ότι κάτι απ όλα, τελικά, θα γίνει πράξη και συμβαίνει το καταπληκτικό, πολλοί να πηγαίνουν με αυτόν που διαγράφεται ως νικητής, όχι τόσο για να λύσουν το πρόβλημα της κυβερνησιμότητας, όσο για να πάρουν θέση στην πλευρά των ισχυρών και να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους να ανήκουν, έστω ως πελάτες, στο σύστημα εξουσίας.
Κάπου εδώ αρχίζει ο φαύλος κύκλος: Τα ψέματα πολλαπλασιάζονται για να ενισχυθεί η εκλογική δυναμική και όσο ενισχύεται η εκλογική δυναμική τόσο επιβεβαιώνεται ότι, πράγματι, αυτά θέλει ο κόσμος - άρα ακόμη περισσότερα ψέματα για ακόμη περισσότερες ψήφους. Η προβολή του ερωτήματος σχετικά με την κότα και το αβγό δεν έχει νόημα στο συγκεκριμένο θέμα, γιατί η απάντηση είναι κάτι που δεν θα μάθουμε, αφού δεν θα μετρηθεί η πολιτική απήχηση που θα είχε μια έντιμη μεταρρυθμιστική πολιτική πρόταση που θα αναγνώριζε τις εθνικές αιτίες της χρεοκοπίας και θα περιέγραφε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα για την υπέρβασή τους.
Δεν θα μάθουμε αν ο λαϊκισμός παράγει κοινωνική αποβλάκωση ή αν συμβαίνει το ανίστροφο, γιατί μέσα στη σκλήρυνση του διπολισμού θα έχουμε να διαλέξουμε μεταξύ δύο αντιμνημονίων, του ηπιότερου και του τραχύτερου.
Υπάρχει ένα παράδειγμα που δείχνει ότι η φορά θα έπρεπε να είναι από πάνω προς τα κάτω και όχι το αντίστροφο: Οταν πνίγονται δύο μαζί, ο πιο δυνατός θα προσπαθήσει να τραβήξει προς τα πάνω τον πιο αδύναμο και αυτό είναι μια επίπονη διαδικασία που τελικά μπορεί να τον παρασύρει στο βυθό, αλλά αν σωθεί, σώζεται και ο πιο αδύναμος.
Αυτά θέλει ο κόσμος; Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να προσιοδοριστεί με ακρίβεια ο “κόσμος” που θέλει “αυτά”. Οι επιλογές που έχουν την ώρα της κάλπης όσοι δεν θέλουν “αυτά” είναι ελάχιστες όταν πρόκειται για κόμματα και όταν πρόκειται για υποψήφιους είναι περισσότερες αλλά δύσκολα ανιχνεύσιμες αφού μεσολαβεί η προϋπόθεση της αναγνωρισιμότητας, η οποία σε καιρούς τηλεδημοκρατίας είναι μια ιδιότητα που δεν κατακτιέται οπωσδήποτε αξιοκρατικά.
Κάτι που οπωσδήποτε συμβαίνει είναι ότι υπάρχει εθισμός στην δημόσια κενολογία, συμφιλίωση με τις διάφορες εκδοχές του πολιτικαντισμού, διάχυση της ανοησίας και ισχνή ζήτηση για πολιτική ειλικρίνεια. Το τελευταίο προκύπτει ως συμπέρασμα από το γεγονός ότι δεν πηγαίνει καλύτερα όποιος λέει μεγαλύτερες αλήθειες, ούτε χάνει δυνάμεις όποιος υπόσχεται θαύματα.
Ας πούμε ότι γίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση και έρχεται η ώρα της στροφής στον ρεαλισμό μέσα από τη διαπραγμάτευση με εταίρους και πιστωτές. Ακόμη και η ιδανική έκβαση μιας συζήτηση για την “απόσυρση” (Δραγασάκης) χρέους θα πάρει κάποιο χρόνο λόγω των διαφωνιών Βερολίνου-ΔΝΤ. Στο μεταξύ, μπορεί να έχουν εκραγεί οι δημόσιες δαπάνες μέσα, πριν καν καταλάβουν στο νέο οικονομικό επιτελείο πώς συνέβη αυτό τόσο γρήγορα. Γιατί; Μα επειδή πολύ απλά η έννοια της δημοσιονομικής πειθαρχίας απουσιάζει πλήρως από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του που θα αναλάβουν υπουργεία, διοικήσεις οργανισμών κλπ δεν έχουν ενημερωθεί ότι η λογιστική προηγείται, δυστυχώς, της κοινωνικής πολιτικής.
Είναι αυτή η διαφωνία της πραγματικότητας με τις διακηρύξεις που βρίσκεται πίσω και από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο πρωθυπουργός, ο οποίος εξήγγειλε απεμπλοκή από το ΔΝΤ και λύση στο πρόβλημα χρηματοδότησης με δανεισμό από τις αγορές, αλλά η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου εκτοξεύθηκε δυσκολεύοντας τον κυβερνητικό σχεδιασμό και αποδεικνύοντας στην πράξη πόσο σύνθετη υπόθεση είναι το περίφημο τέλος του μνημονίου και της τρόικας.
Στο μεταξύ, όσο διαρκεί η μακρά προεκλογική περίοδος, θα έχουμε όλο το χρόνο να ζήσουμε την ιστορία ερήμην των καταναγκασμών του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος και των ευρωπαϊκών περιορισμών. Ο κόσμος θέλει εμπόριο ελπίδας/εύκολων λύσεων και εξωθεί τα κόμματα στον λαϊκισμό ή το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος αυτά έχει, αυτά δίνει και νανουρίζει το κοινό μέχρι να έρθει το απότομο, αναγκαστικό ξύπνημα. Η διάζευξη μπορεί να είναι και σύζευξη.
Η λογική που διαπνέει το πολιτικό σύστημα είναι ότι η κατάκτηση της εξουσίας γίνεται μόνο μέσα από την εξαπάτηση, με τα προεκλογικά ψέματα που αποκαλύπτονται μετεκλογικά, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια συνειδητή αποπλάνηση αφού κανείς δεν πιστεύει κανέναν: Ούτε οι πολίτες θεωρούν πως ακούν την αλήθεια, ούτε οι πολιτικοί θεωρούν ότι ο λαός στον οποίο υποκύπτουν είναι σοφός. Οι πολίτες ελπίζουν ότι κάτι απ όλα, τελικά, θα γίνει πράξη και συμβαίνει το καταπληκτικό, πολλοί να πηγαίνουν με αυτόν που διαγράφεται ως νικητής, όχι τόσο για να λύσουν το πρόβλημα της κυβερνησιμότητας, όσο για να πάρουν θέση στην πλευρά των ισχυρών και να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους να ανήκουν, έστω ως πελάτες, στο σύστημα εξουσίας.
Κάπου εδώ αρχίζει ο φαύλος κύκλος: Τα ψέματα πολλαπλασιάζονται για να ενισχυθεί η εκλογική δυναμική και όσο ενισχύεται η εκλογική δυναμική τόσο επιβεβαιώνεται ότι, πράγματι, αυτά θέλει ο κόσμος - άρα ακόμη περισσότερα ψέματα για ακόμη περισσότερες ψήφους. Η προβολή του ερωτήματος σχετικά με την κότα και το αβγό δεν έχει νόημα στο συγκεκριμένο θέμα, γιατί η απάντηση είναι κάτι που δεν θα μάθουμε, αφού δεν θα μετρηθεί η πολιτική απήχηση που θα είχε μια έντιμη μεταρρυθμιστική πολιτική πρόταση που θα αναγνώριζε τις εθνικές αιτίες της χρεοκοπίας και θα περιέγραφε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα για την υπέρβασή τους.
Δεν θα μάθουμε αν ο λαϊκισμός παράγει κοινωνική αποβλάκωση ή αν συμβαίνει το ανίστροφο, γιατί μέσα στη σκλήρυνση του διπολισμού θα έχουμε να διαλέξουμε μεταξύ δύο αντιμνημονίων, του ηπιότερου και του τραχύτερου.
Υπάρχει ένα παράδειγμα που δείχνει ότι η φορά θα έπρεπε να είναι από πάνω προς τα κάτω και όχι το αντίστροφο: Οταν πνίγονται δύο μαζί, ο πιο δυνατός θα προσπαθήσει να τραβήξει προς τα πάνω τον πιο αδύναμο και αυτό είναι μια επίπονη διαδικασία που τελικά μπορεί να τον παρασύρει στο βυθό, αλλά αν σωθεί, σώζεται και ο πιο αδύναμος.
Αυτά θέλει ο κόσμος; Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να προσιοδοριστεί με ακρίβεια ο “κόσμος” που θέλει “αυτά”. Οι επιλογές που έχουν την ώρα της κάλπης όσοι δεν θέλουν “αυτά” είναι ελάχιστες όταν πρόκειται για κόμματα και όταν πρόκειται για υποψήφιους είναι περισσότερες αλλά δύσκολα ανιχνεύσιμες αφού μεσολαβεί η προϋπόθεση της αναγνωρισιμότητας, η οποία σε καιρούς τηλεδημοκρατίας είναι μια ιδιότητα που δεν κατακτιέται οπωσδήποτε αξιοκρατικά.
Κάτι που οπωσδήποτε συμβαίνει είναι ότι υπάρχει εθισμός στην δημόσια κενολογία, συμφιλίωση με τις διάφορες εκδοχές του πολιτικαντισμού, διάχυση της ανοησίας και ισχνή ζήτηση για πολιτική ειλικρίνεια. Το τελευταίο προκύπτει ως συμπέρασμα από το γεγονός ότι δεν πηγαίνει καλύτερα όποιος λέει μεγαλύτερες αλήθειες, ούτε χάνει δυνάμεις όποιος υπόσχεται θαύματα.
Ας πούμε ότι γίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση και έρχεται η ώρα της στροφής στον ρεαλισμό μέσα από τη διαπραγμάτευση με εταίρους και πιστωτές. Ακόμη και η ιδανική έκβαση μιας συζήτηση για την “απόσυρση” (Δραγασάκης) χρέους θα πάρει κάποιο χρόνο λόγω των διαφωνιών Βερολίνου-ΔΝΤ. Στο μεταξύ, μπορεί να έχουν εκραγεί οι δημόσιες δαπάνες μέσα, πριν καν καταλάβουν στο νέο οικονομικό επιτελείο πώς συνέβη αυτό τόσο γρήγορα. Γιατί; Μα επειδή πολύ απλά η έννοια της δημοσιονομικής πειθαρχίας απουσιάζει πλήρως από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του που θα αναλάβουν υπουργεία, διοικήσεις οργανισμών κλπ δεν έχουν ενημερωθεί ότι η λογιστική προηγείται, δυστυχώς, της κοινωνικής πολιτικής.
Είναι αυτή η διαφωνία της πραγματικότητας με τις διακηρύξεις που βρίσκεται πίσω και από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο πρωθυπουργός, ο οποίος εξήγγειλε απεμπλοκή από το ΔΝΤ και λύση στο πρόβλημα χρηματοδότησης με δανεισμό από τις αγορές, αλλά η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου εκτοξεύθηκε δυσκολεύοντας τον κυβερνητικό σχεδιασμό και αποδεικνύοντας στην πράξη πόσο σύνθετη υπόθεση είναι το περίφημο τέλος του μνημονίου και της τρόικας.
Στο μεταξύ, όσο διαρκεί η μακρά προεκλογική περίοδος, θα έχουμε όλο το χρόνο να ζήσουμε την ιστορία ερήμην των καταναγκασμών του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος και των ευρωπαϊκών περιορισμών. Ο κόσμος θέλει εμπόριο ελπίδας/εύκολων λύσεων και εξωθεί τα κόμματα στον λαϊκισμό ή το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος αυτά έχει, αυτά δίνει και νανουρίζει το κοινό μέχρι να έρθει το απότομο, αναγκαστικό ξύπνημα. Η διάζευξη μπορεί να είναι και σύζευξη.
ΠΗΓΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
ΣΧΟΛΙΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ :
Προσωπικά, θεωρώ ότι οι αντοχές του "κόσμου" στα μεγάλα λόγια και στην παροχολογία έχουν μειωθεί έως εξαλειφθεί, ειδικά μετά το περιβόητο "λεφτά υπάρχουν".
Η άκρατη παροχολογία από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί ελπίδες που φοβάμαι ότι θα μεταφραστούν σε αναβρασμό όταν -αναγκαστικά- θα κάνει στροφή προς τον ρεαλισμό.
Θα ήθελα να υπάρξει -επιτέλους- μία γενική στροφή προς τον ρεαλισμό και μάλιστα προεκλογικά, αλλά δυστυχώς δεν την βλέπω στον ορίζοντα...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)