Του Νίκου Κωνσταντάρα
Αρχίζει να διαφαίνεται ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι μόνο οικονομική, ή πολιτική, ή και κοινωνική. Είναι και διανοητική: ζούμε σε μια σύγχυση, όπου κάθε πλευρά βλέπει μόνο αυτά που θέλει και επιχειρεί να τα επιβάλει στην πραγματικότητα, όπου βασικές έννοιες παρερμηνεύονται και διαστρεβλώνονται. Οταν ο καθένας κατασκευάζει τη δική του πραγματικότητα, όταν χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις για να πούμε διαφορετικά πράγματα, τότε το μόνο που θα μας «ενώνει» θα είναι η αντιπαράθεση - και ο διχασμός θα είναι αναπόφευκτος. Μια τέτοια διφορούμενη και επικίνδυνη έννοια είναι αυτή του «συστήματος».
Σήμερα δεν βλέπουμε ούτε άτομο ούτε κίνημα που θα μπορούσε να ενώσει τις διαφορετικές έννοιες, να πείσει τους πολίτες για το πού είμαστε, να τους εμπνεύσει για το πού πρέπει να πάμε. Εχουμε μόνο το πολιτικό σύστημα που έχουμε, και πολιτικούς που λειτουργούν μόνο μέσα στη διαρκή καταγγελία και αντιπαράθεση. Γι' αυτό φορτίζεται τόσο πολύ η συζήτηση για τις ευθύνες του «συστήματος». Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταγγέλλουν το «σύστημα» και ερίζουν για το ποια είναι η πιο «αντισυστημική». Τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση δεν τολμούν να υπερασπιστούν ένα σύστημα το οποίο -ας μην το ξεχνάμε- συνέπεσε χρονικά με τη μεγαλύτερη περίοδο ευημερίας που γνώρισε αυτή η χώρα. Δεν τολμούν επειδή τα δύο από τα τρία κόμματα ευθύνονται για την ολιγωρία, την κακοδιαχείριση και για τη διαφθορά που υπονόμευσαν αυτό το σύστημα.
Σήμερα μέσα στη Βουλή βρίσκονται πολλοί εκφραστές των Αγανακτισμένων, οι οποίοι κάποτε την πολιορκούσαν και τη μούντζωναν. Κυρίαρχα, τότε, ήταν δύο παράπονα - για όσα είχαν κάνει προηγούμενες κυβερνήσεις τα οποία οδήγησαν τη χώρα στην πτώχευση, και για όσα γίνονταν μετά την κατάρρευση. Αυτά τα δύο παράπονα δεν βρίσκονταν σε αντίθεση, αλλά το ένα ενίσχυε το άλλο, ενώνοντας το πλήθος σε έναν μονόλογο οργής χωρίς αντίλογο.
Ετσι κάπως διαμορφώθηκε ο δημόσιος «διάλογος» από την αρχή της κρίσης. Πρώτα η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου έκανε πως δεν έβλεπε το αδιέξοδο, μετά, με την πλάτη στον τοίχο, με τα ταμεία άδεια, αναγκάστηκε να εφαρμόσει μέτρα που καμία προηγούμενη δεν τόλμησε να υιοθετήσει. Δεν μπορούσε, όμως, να υπερασπιστεί την ορθότητα των επιλογών της, ούτε απέναντι στη Νέα Δημοκρατία που επιχειρούσε να καρπωθεί τη λαϊκή δυσφορία, ούτε, βέβαια, απέναντι στις πιο δυναμικές ομάδες διαμαρτυρίας στα αριστερά και δεξιά του πολιτικού φάσματος. Η σημερινή, τρικομματική κυβέρνηση εκφράζεται με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα για την αναγκαιότητα των μέτρων, αλλά δυσκολεύεται να πείσει ότι κόμματα υπεύθυνα για την αποτυχία μπορούν να σώσουν τη χώρα.
Από τη μια πλευρά, λοιπόν, οι συνεχιστές του συστήματος συνεργάζονται ανόρεχτα με τους ξένους δανειστές της χώρας, και από την άλλη βρίσκονται οι συνεχώς καταγγέλλοντες «αντισυστημικοί». Η αξιωματική αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει καρπωθεί μεγάλο μερίδιο της οργής και της ανασφάλειας πολιτών της αριστεράς και του χώρου όπου κυριαρχούσε το ΠΑΣΟΚ, και, με τις πολλές συνιστώσες του, είναι εν μέρει, ριζωμένος εκτός συστήματος. Αλλά είναι, ταυτόχρονα, και ένας χώρος που εκφράζει τις πιο προοδευτικές κοινωνικές αντιλήψεις του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού και ένα ρεύμα πολιτικής και σκέψης στη χώρα μας. «Υποχρεούται» να συστεγάσει τους εκπροσώπους μιας παραδοσιακής πτέρυγας του πολιτικού μας συστήματος αλλά και επίδοξους επαναστάτες. Η ανάγκη, όμως, να φανεί αντισυστημικό, ενώ φιλοδοξεί να κυβερνήσει δοκιμάζει το κόμμα σκληρά και θα το υποχρεώσει να πάρει δύσκολες αποφάσεις για το τι εκπροσωπεί.
Η Χρυσή Αυγή, της οποίας η βία και η μισαλλοδοξία την καθιστούν πραγματικά «αντισυστημική», αυτοπαρουσιάζεται με εμμονή ως αγανακτισμένος τιμωρός των εκπροσώπων του συστήματος, επιχειρώντας να πετύχει έτσι τη νομιμοποίηση. Οι ιδέες και πρακτικές που πρεσβεύει, όμως, παραπέμπουν στις χειρότερες μορφές του πολιτικού συστήματος του παρελθόντος.
Ο καθένας, λοιπόν, βλέπει αλλιώς τον εαυτό του μέσα ή έξω από το σύστημα. Ολοι γνωρίζουμε τα αίτια της αποτυχίας, όλοι γνωρίζουμε τι πρέπει να γίνει. Η πολιτική, ο κρατικός μηχανισμός, τα μέσα ενημέρωσης, όλοι οι θεσμοί θέλουν διόρθωση. Οσο μιλάμε για το πόσο φταίει το σύστημα, και όχι για το τι πρέπει να κάνουμε εμείς, θα μείνουμε παγιδευμένοι στον χορό των ατελείωτων συγκρούσεων.
Αρχίζει να διαφαίνεται ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι μόνο οικονομική, ή πολιτική, ή και κοινωνική. Είναι και διανοητική: ζούμε σε μια σύγχυση, όπου κάθε πλευρά βλέπει μόνο αυτά που θέλει και επιχειρεί να τα επιβάλει στην πραγματικότητα, όπου βασικές έννοιες παρερμηνεύονται και διαστρεβλώνονται. Οταν ο καθένας κατασκευάζει τη δική του πραγματικότητα, όταν χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις για να πούμε διαφορετικά πράγματα, τότε το μόνο που θα μας «ενώνει» θα είναι η αντιπαράθεση - και ο διχασμός θα είναι αναπόφευκτος. Μια τέτοια διφορούμενη και επικίνδυνη έννοια είναι αυτή του «συστήματος».
Σήμερα δεν βλέπουμε ούτε άτομο ούτε κίνημα που θα μπορούσε να ενώσει τις διαφορετικές έννοιες, να πείσει τους πολίτες για το πού είμαστε, να τους εμπνεύσει για το πού πρέπει να πάμε. Εχουμε μόνο το πολιτικό σύστημα που έχουμε, και πολιτικούς που λειτουργούν μόνο μέσα στη διαρκή καταγγελία και αντιπαράθεση. Γι' αυτό φορτίζεται τόσο πολύ η συζήτηση για τις ευθύνες του «συστήματος». Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταγγέλλουν το «σύστημα» και ερίζουν για το ποια είναι η πιο «αντισυστημική». Τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση δεν τολμούν να υπερασπιστούν ένα σύστημα το οποίο -ας μην το ξεχνάμε- συνέπεσε χρονικά με τη μεγαλύτερη περίοδο ευημερίας που γνώρισε αυτή η χώρα. Δεν τολμούν επειδή τα δύο από τα τρία κόμματα ευθύνονται για την ολιγωρία, την κακοδιαχείριση και για τη διαφθορά που υπονόμευσαν αυτό το σύστημα.
Σήμερα μέσα στη Βουλή βρίσκονται πολλοί εκφραστές των Αγανακτισμένων, οι οποίοι κάποτε την πολιορκούσαν και τη μούντζωναν. Κυρίαρχα, τότε, ήταν δύο παράπονα - για όσα είχαν κάνει προηγούμενες κυβερνήσεις τα οποία οδήγησαν τη χώρα στην πτώχευση, και για όσα γίνονταν μετά την κατάρρευση. Αυτά τα δύο παράπονα δεν βρίσκονταν σε αντίθεση, αλλά το ένα ενίσχυε το άλλο, ενώνοντας το πλήθος σε έναν μονόλογο οργής χωρίς αντίλογο.
Ετσι κάπως διαμορφώθηκε ο δημόσιος «διάλογος» από την αρχή της κρίσης. Πρώτα η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου έκανε πως δεν έβλεπε το αδιέξοδο, μετά, με την πλάτη στον τοίχο, με τα ταμεία άδεια, αναγκάστηκε να εφαρμόσει μέτρα που καμία προηγούμενη δεν τόλμησε να υιοθετήσει. Δεν μπορούσε, όμως, να υπερασπιστεί την ορθότητα των επιλογών της, ούτε απέναντι στη Νέα Δημοκρατία που επιχειρούσε να καρπωθεί τη λαϊκή δυσφορία, ούτε, βέβαια, απέναντι στις πιο δυναμικές ομάδες διαμαρτυρίας στα αριστερά και δεξιά του πολιτικού φάσματος. Η σημερινή, τρικομματική κυβέρνηση εκφράζεται με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα για την αναγκαιότητα των μέτρων, αλλά δυσκολεύεται να πείσει ότι κόμματα υπεύθυνα για την αποτυχία μπορούν να σώσουν τη χώρα.
Από τη μια πλευρά, λοιπόν, οι συνεχιστές του συστήματος συνεργάζονται ανόρεχτα με τους ξένους δανειστές της χώρας, και από την άλλη βρίσκονται οι συνεχώς καταγγέλλοντες «αντισυστημικοί». Η αξιωματική αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει καρπωθεί μεγάλο μερίδιο της οργής και της ανασφάλειας πολιτών της αριστεράς και του χώρου όπου κυριαρχούσε το ΠΑΣΟΚ, και, με τις πολλές συνιστώσες του, είναι εν μέρει, ριζωμένος εκτός συστήματος. Αλλά είναι, ταυτόχρονα, και ένας χώρος που εκφράζει τις πιο προοδευτικές κοινωνικές αντιλήψεις του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού και ένα ρεύμα πολιτικής και σκέψης στη χώρα μας. «Υποχρεούται» να συστεγάσει τους εκπροσώπους μιας παραδοσιακής πτέρυγας του πολιτικού μας συστήματος αλλά και επίδοξους επαναστάτες. Η ανάγκη, όμως, να φανεί αντισυστημικό, ενώ φιλοδοξεί να κυβερνήσει δοκιμάζει το κόμμα σκληρά και θα το υποχρεώσει να πάρει δύσκολες αποφάσεις για το τι εκπροσωπεί.
Η Χρυσή Αυγή, της οποίας η βία και η μισαλλοδοξία την καθιστούν πραγματικά «αντισυστημική», αυτοπαρουσιάζεται με εμμονή ως αγανακτισμένος τιμωρός των εκπροσώπων του συστήματος, επιχειρώντας να πετύχει έτσι τη νομιμοποίηση. Οι ιδέες και πρακτικές που πρεσβεύει, όμως, παραπέμπουν στις χειρότερες μορφές του πολιτικού συστήματος του παρελθόντος.
Ο καθένας, λοιπόν, βλέπει αλλιώς τον εαυτό του μέσα ή έξω από το σύστημα. Ολοι γνωρίζουμε τα αίτια της αποτυχίας, όλοι γνωρίζουμε τι πρέπει να γίνει. Η πολιτική, ο κρατικός μηχανισμός, τα μέσα ενημέρωσης, όλοι οι θεσμοί θέλουν διόρθωση. Οσο μιλάμε για το πόσο φταίει το σύστημα, και όχι για το τι πρέπει να κάνουμε εμείς, θα μείνουμε παγιδευμένοι στον χορό των ατελείωτων συγκρούσεων.
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου